Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Αγαθόν το εξομολογείσθαι: Γιάννης Σπανός




«Το όνειρο είναι στην Ελλάδα»

Μια συνέντευξη με τον Γιάννη Σπανό


των Μάκη Γκαρτζόπουλου και Ηρακλή Οικονόμου


«Με ξετινάξατε στις ερωτήσεις. Αλλά κι εγώ σας ξετίναξα στις απαντήσεις!». Έτσι περιέγραψε ο Γιάννης Σπανός την κουβέντα μας, πριν από ακριβώς χρόνο, σ’ ένα μικρό καφέ της Φωκίωνος Νέγρη. Αφορμή ήταν ο δίσκος «Πλησιάζοντας τον Καβάφη», που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Σύντομα, όμως, η συζήτηση λοξοδρόμησε.

Γιατί ο Καβάφης; Πώς και πότε ξεκινά η εμπλοκή σας με τον ποιητή;

Η εμπλοκή μου με τους ποιητές ξεκινά από πολύ παλιά, αλλά όχι με ένα ολόκληρο ποιητικό έργο. Πάντα διάλεγα μεμονωμένα ποιήματα που μου ταίριαζαν. Και δεν μελοποιούσα έναν ποιητή βάσει ονόματος, αλλά ένα ποίημα απ’ το οποίο θα έβγαζα τραγούδι για τον κόσμο. Εγώ θέλω το ποίημα να έχει αρχή, μέση και τέλος· να έχει μια ιστορία. Και πιστεύω ότι η μεγάλη ποίηση έχει από μόνη της μια εσωτερική μουσική. Όταν όμως προσφέρεται η ευκαιρία να πλησιάσεις τον κόσμο με την ποίηση σαν τραγούδι, αυτή είναι μια άλλη δημιουργία που αξίζει τον κόπο. Οι μεγάλοι συνθέτες μελοποιούν συνήθως ολόκληρα έργα ποιητών· εγώ έκανα ανθολογίες. Και τον μόνο ποιητή με τον οποίο ασχολήθηκα χρόνια ήταν ο Καβάφης. Τον άφηνα, τον ξαναδοκίμαζα… δεν πίστευα ποτέ ότι θα τον έκανα δίσκο.

Σ’ ένα live σας στην «Απανεμιά» σας ακούσαμε να δηλώνετε ότι είναι ένα απ’ τα σημαντικότερα έργα σας.

Το είχα ανάγκη να τον μελοποιήσω. Ο Καβάφης είναι ένας παγκόσμιος ποιητής, δεν είναι ένας ποιητής για την Ελλάδα και μόνο. Σε όλο τον κόσμο θεωρείται ο πιο γνωστός Έλληνας ποιητής - και χωρίς Νόμπελ, δυστυχώς. Ονόμασα το δίσκο «Πλησιάζοντας τον Καβάφη» γιατί πραγματικά πλησίασα τον Καβάφη, δεν τον μελοποίησα. Πρόθεσή μου ήταν να τραγουδηθεί ο Καβάφης, γιατί μέχρι τώρα δεν τραγουδιέται.

Τι δυσκολίες έχει η μελοποίησή του;

Τα ποιήματα που διάλεξα δεν είχαν τη δυσκολία του ποιητικού λόγου, αν και στο παρελθόν έχω μελοποιήσει ποιήματα όπως το «Είναι ν’ απορείς» και το «Σ’ είπανε θεό» που ήταν σε ελεύθερο στίχο. Γενικά, θέλω ό,τι βγάζω να τραγουδηθεί, γιατί είμαι συνθέτης και πρέπει να κάνω μουσική. Γιατί να πιάσω έναν ποιητή αν δεν βάζω και τη δική μου τέχνη;






Γιατί επιλέξατε τον Μανώλη Μητσιά;

Αρχικά, σκεφτόμουν μια παράξενη κι απόκοσμη φωνή. Τελικά σκέφτηκα ότι ο Καβάφης είναι έτσι κι αλλιώς απομονωμένος, δύσκολος. Κατέληξα σε μια αδρά λαϊκή φωνή χωρίς τσαλκάντζες, που να μπορεί να βγάλει το στίχο γυμνό και τη μουσική επίσης. Να κάνει …στριπτίζ. Αρχικά σκέφτηκα τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, αλλά μετά κατέληξα ότι αυτή η ουράνια φωνή θα ήταν ένα πράγμα για λίγους. Τον Αλκίνοο τον σέβομαι, τον θεωρώ από τους καλύτερους που υπάρχουν.

Από τους καλύτερους ερμηνευτές ή τραγουδοποιούς;

Δεν κάνω τέτοιο διαχωρισμό. Εμείς οι απλοί άνθρωποι από την επαρχία - είμαι από το Κιάτο - το λέμε πακέτο. Πακέτο σημαίνει ψυχή, ερμηνεία, φωνή, στυλ, χαρακτήρας και διάρκεια.

Θεωρείτε κριτήριο της επιτυχίας μιας μελοποίησής σας το αν τραγουδηθεί ή όχι;

Ναι, απολύτως. Για τη Ζυλιέτ Γκρεκό μελοποίησα 18 ποιήματα· όλα μπορούσαν να τραγουδηθούν από τον κόσμο. Θέλω πραγματικό τραγούδι· ό,τι ακούει το αυτί, να το ψιθυρίζει το στόμα. Κάποτε είπα το εξής: «Μουσική που δεν μπορείς να την σφυρίξεις δεν υπάρχει». Και το πιστεύω ακόμα.

Αυτό δεν είναι και το πρόβλημα του ελληνικού τραγουδιού σήμερα; Η έλλειψη διακριτών μελωδιών;
Οι συνθέτες ξεκινάνε πρώτα απ’ την ενορχήστρωση και μετά βάζουν τη μουσική. Εγώ ξέρω ότι πρέπει να γίνεται το ανάποδο: πρώτα συνθέτεις το μουσικό μέρος και μετά επιλέγεις αν θα το παρουσιάσεις με μια κιθάρα ή με μια συμφωνική ορχήστρα. Από το συνθέτη - κι από τον εαυτό μου - απαιτώ να βγάλει μουσική.

Από τον τραγουδοποιό τι απαιτείτε;
Τον τραγουδοποιό τον σέβομαι διαφορετικά και δεν μπορώ να τον κρίνω με τον ίδιο τρόπο. Βεβαίως, όλα ξεκίνησαν απ’ τον Σαββόπουλο, και σήμερα αποδεικνύεται πόσο πρωτοπόρος ήταν. Στους τραγουδοποιούς όλα είναι ένα σύνολο, στίχος, μουσική, φωνή. Άλλοτε το στοίχημα κερδίζεται, άλλοτε όχι, πάντως όλα ένας άνθρωπος τα κάνει. Το μόνο που θα ήθελα είναι όσοι είναι ενθουσιασμένοι και εμπνευσμένοι απ’ το ξένο ροκ να πλησιάσουν πιο πολύ τον Έλληνα, τα ελληνικά αυτιά. Είναι εύκολο να έχεις fan, φανατικούς οπαδούς, αλλά εφόσον έχουν το ταλέντο, ας ασχοληθούν όχι μόνο με το στιχουργικό αλλά και με το μουσικό μήνυμα. Αλλού υπάρχει, αλλού δεν υπάρχει.

Βλέπετε σήμερα νεότερους συνάδελφούς σας που να συνεχίζουν τη γενιά και την τέχνη σας;
Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξουν με την έννοια που υπήρχαν τότε. Εμείς τότε είχαμε μουσικούς παραγωγούς, εταιρείες δίσκων, διαφήμιση, και ο συνθέτης προβαλλόταν πάνω απ’ τον τραγουδιστή. Όλη αυτή η ιστορία ξεκίνησε απ’ τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και τον Ξαρχάκο. Πριν, ο Σογιούλ και οι άλλοι ήταν σχεδόν στην αφάνεια.

Γιατί σήμερα δεν βγαίνουν τραγούδια που να μπορούν να συνεπάρουν τους μεγάλους αριθμούς;
Μερικά απ’ αυτά, όπως του Σωκράτη Μάλαμα, του Φοίβου Δεληβοριά, του Παντελή Θαλασσινού, θα τα ανακαλύπτουμε και μετά από τριάντα χρόνια. Έχω ξεχωρίσει μερικούς που έχουν όντως ταλέντο. Καλά, οι Κατσιμιχαίοι για μένα είναι άπιαστοι. Όταν βγήκε ο πρώτος τους δίσκος, είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Από εκεί ξεκίνησε η καινούργια άποψη για το ελληνικό τραγούδι. Οι αδερφοί Κατσιμίχα υπήρξαν πραγματικά πρωτοπόροι για μένα.

Έχουν βέβαια μεσολαβήσει τριάντα χρόνια από τότε…
Εγώ έχω ανοιχτά τα αυτιά μου και σήμερα. Ας πούμε, μου αρέσει πολύ η φωνή της Γιώτας Νέγκα - τη θεωρώ μια συνέχεια της Μοσχολιού. Είναι καθαρή φωνή. Γενικά, το τι θα μείνει, το τι θα είναι διαχρονικό, δεν μπορούμε να το ξέρουμε σήμερα. Πλέον αλλάζει και η έννοια της σύνθεσης. Η νέα τεχνολογία επηρεάζει όλη τη ζωή μας. Το βινύλιο είναι ανάμνηση, σε λίγο και το CD θα είναι ανάμνηση. Παρόλα αυτά η μουσική θα υπάρχει. Πάντως, η ελευθερία της έκφρασης αυτής είναι κάτι το νέο. Ανανεώνεται το ελληνικό τραγούδι. Σαν λαός, εμείς κι οι Βραζιλιάνοι είμαστε οι πιο ταλαντούχοι στη μουσική. Έχουμε το ρυθμό και τη μουσική μέσα μας - ο καθένας με το δικό του τρόπο. Είμαι βέβαιος ότι πάντα θα έχουμε ανθρώπους που θα μας εκπλήσσουν μουσικά.

Στο Παρίσι πώς βρεθήκατε;
Πάντα ήμουν ανήσυχος. Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο, ακούγαμε ταγκό και βαλς, κι εμένα κάτι μ’ έτρωγε να πάω προς τα έξω. Έκανα λοιπόν ένα αναγνωριστικό ταξίδι, Ιταλία, Γερμανία, Αγγλία. Κι όταν έφτασα στο Παρίσι, τέλη της δεκαετίας του ’50, κόλλησα. Ήμουν 23-24 χρονών… Πήγα, μετά έκανα το χατίρι του πατέρα μου - με ήθελε επιστήμονα επειδή ήταν οδοντίατρος στην επαρχία - αλλά εγώ είχα την τρέλα του πιάνου. Έκανα πιάνο από μικρός αλλά δεν μπορούσα να περιμένω να προχωρήσω σιγά-σιγά, και έτσι πήδαγα τις τάξεις! Αυτό είναι και καλό και κακό. Εκεί που ήθελα να γίνω κλασικός πιανίστας, τελικά προτίμησα να γίνω συνθέτης.

Και μάλιστα στην «αριστερή όχθη»!
Στη Γαλλία άρχισα να κάνω οντισιόν σαν πιανίστας. Είχα νοιώσει το μεγάλο γαλλικό τραγούδι και στην «αριστερή όχθη» ήταν όλη η κουλτούρα. Η αριστερή όχθη του Σηκουάνα ήταν το ποιοτικό και η δεξιά ήταν το εμπορικό. Το Παρίσι με επέλεξε, δεν το επέλεξα. Τα κτίρια, η ατμόσφαιρα του Παρισιού, δεν μπορώ ακριβώς να το προσδιορίσω. Ήξερα και γαλλικά, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν η γαλλική μουσική που βρισκόταν στις δόξες της. Τότε το αμερικάνικο τραγούδι δεν ήταν πολύ γνωστό. Δεν υπήρχε άλλη χώρα να έχει την Έντιθ Πιαφ, τον Ζακ Μπρελ - τον είδα στη σκηνή και έπαθα την πλάκα μου -, τη Μπαρμπαρά. Είχε και σπουδαίους ποιητές όπως ο Αραγκόν, τον οποίο είχα μελοποιήσει και ο ίδιος με δέχθηκε με ανοιχτά τα χέρια. Και είδα πώς όλοι αυτοί οι σπουδαίοι με δεχθήκανε άνετα, χωρίς να με ξέρουν, ακούγοντας μόνο τις μουσικές που έκανα για τα ποιήματά τους. Δεν σκεφθήκανε αν είμαι γνωστός ή άγνωστος, αν είμαι Γάλλος ή όχι. Οι Γάλλοι είναι ανοιχτοί σε όλα τα ξένα ταλέντα. Εδώ οι αγκαλιές είναι κλειστές, γιατί είμαστε λίγο βιαστικοί στην απόρριψη. Εκεί, με έχουν καταγράψει στο Larousse του γαλλικού τραγουδιού σαν Γάλλο συνθέτη, συνθέτη γαλλικών τραγουδιών.

Πόσο καιρό μείνατε στο Παρίσι;
Στο Παρίσι έμεινα δεκαπέντε χρόνια, αλλά τα καλοκαίρια ερχόμουν εδώ και σταδιακά άρχισα να αραιώνω την παρουσία μου στη Γαλλία. Σιγά-σιγά το γαλλικό τραγούδι άρχισε να υποχωρεί, μπήκε το αμερικάνικο, το ελαφρούτσικο, το ποπ, και η αριστερή όχθη εξαφανίστηκε. Δεν είχα λόγο πια να είμαι στο Παρίσι. Εντωμεταξύ ανακάλυπτα μια Ελλάδα καταπληκτική, ένα κοινό καταπληκτικό, μια γενναιοδωρία από τον κόσμο αλλά και μια υπεροψία από τους σπουδαίους Έλληνες.

Εννοείτε από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη;
Γενικά, από τους σπουδαίους. Αυτό που δεν έχουν οι σπουδαίοι Γάλλοι το έχουν οι Έλληνες. Ξαφνικά, μαζί με το έργο μεγάλωνε και το ύφος τους, κι εγώ αγρίευα γιατί δεν το είχα συνηθίσει. Θέλησα να πλησιάσω ένα πολύ σπουδαίο ποιητή - δεν θέλω να πω το όνομά του. Είχα μελοποιήσει έξι ποιήματά του και επί δύο χρόνια δεν δέχθηκε καν να με ακούσει λέγοντας «έλα μωρέ, αυτός είναι απ’ τη Γαλλία». Εγώ πήγα αθώα με τις μουσικές μου, έκανα δυο ταξίδια τζάμπα από το Παρίσι, και δεν θέλησε ποτέ να με δεχθεί και να με ακούσει.

Ποια συνεργασία ξεχωρίζετε από τα χρόνια στη Γαλλία;
Η Ζυλιέτ Γκρεκό είναι μια θεά. Για να την πλησιάσω, είχα μελοποιήσει ποιήματα που ένιωθα ότι της ταιριάζανε. Την θεωρούσα την πιο σπουδαία ερμηνεύτρια. Έχει κάνει μια τεράστια καριέρα που εμείς δεν την ξέρουμε εδώ. Έχει πλάκα το εξής: επί δυο χρόνια έπαιρνα τηλέφωνο να κλείσω ραντεβού μαζί της και απαντούσε μια ανδρική φωνή και μου έλεγε «δεν είναι εδώ». Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε, δεν είχα ποτέ δυσκολία να προσεγγίσω κάποιον. Το έχει γράψει στην αυτοβιογραφία της: είχε έναν πιανίστα ο οποίος δεν με ήθελε να μπω στο περιβάλλον της Γκρεκό. Νόμιζε ότι θα του έπαιρνα τη δουλειά. Τελικά τη βρήκα, της έπαιξα τα τραγούδια και της άρεσαν. Όσο για τον πιανίστα, η Γκρεκό έμαθε την ιστορία και τον έδιωξε.

Πώς ήταν να είστε τόσα χρόνια στο εξωτερικό; Σας έλειψε η Ελλάδα;
Όταν είσαι έξω, βλέπεις άλλα ήθη και έθιμα, άλλο πολιτισμό, άλλους ανθρώπους. Ε, όταν συναντάς και έλλειψη αγάπης, βλέπεις την Ελλάδα με τα κιάλια. Η Ελλάδα κρύβει πολλά μυστικά. Όλοι πρέπει να καταλάβουν σε τι ευλογημένη χώρα ζούμε.

Τα γαλλικά σας τραγούδια γιατί δεν έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα;
Δεν μ’ ενδιαφέρουν και δεν ενδιαφέρουν και κανέναν άλλον.

Μα η γαλλόφωνη Ζαζ κάνει τρομερή επιτυχία στην Ελλάδα!
Δεν υπάρχει εταιρεία να ενδιαφερθεί για τα γαλλικά μου τραγούδια. Βρες μου μια εταιρεία να ασχοληθεί.

Πόσα τραγούδια γράψατε στη Γαλλία;

Τα γαλλικά μου είναι το 1/3 από τα ελληνικά. Αν τα ελληνικά μου είναι χίλια, τα γαλλικά μου είναι τριακόσια, για παράδειγμα.






Τι έφερε το Νέο Κύμα στο ελληνικό τραγούδι;

Για μένα το Νέο Κύμα ήταν μια φυσική ανάγκη. Τότε τα πρωτεία τα είχε ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης κι ο Ξαρχάκος, είχαν ήδη χαράξει δρόμο, μεγάλες προσωπικότητες. Εγώ τους σεβόμουν αλλά ήθελα να κάνω κάτι δικό μου, κάτι άλλο. Επηρεασμένος από τις μπουάτ έκανα αυτό το είδος τραγουδιού, χωρίς δηλαδή αναγκαστικά να περιλαμβάνει την αυστηρή δομή κουπλέ - ρεφραίν. Θυμάμαι ότι είχα πάει σ’ έναν παραγωγό γνωστό. Τελειώνω το τραγούδι και με ρωτάει: «και το ρεφραίν που είναι;».

Ήταν και αντίδραση σε κάτι το Νέο Κύμα; Σε κάτι κατεστημένο ίσως;

Αυθόρμητο ήταν. Με τον πρώτο μου δίσκο, «Μια αγάπη για το καλοκαίρι», με τον Γιώργο Παπαστεφάνου, ακολούθησε αμέσως ο Νότης Μαυρουδής με τον οποίο ήμασταν στην ίδια εταιρεία - τη Λύρα. Οι πρώτες κριτικές ανέφεραν ότι κάτι καινούργιο συνέβαινε στο ελληνικό τραγούδι, ότι ερχόταν μια δροσιά, μια φρεσκάδα. Και ο Πατσιφάς που ήταν πάρα πολύ έξυπνος, από ένστικτο μου λέει: «Γιάννη πρέπει να βάλουμε ένα τίτλο σ’ όλο αυτό». Και τότε σκέφτηκα ότι η Νουβέλ Βαγκ ήταν τότε της μόδας στην Ευρώπη. Νουβέλ Βαγκ σημαίνει «Νέο Κύμα». Και βγήκε έτσι. Δεν είχαμε τίποτα εναντίον κανενός. Έτσι βγήκε.

Και έτσι βγήκαν και οι μπουάτ!

Εμείς ξεκινήσαμε τις μπουάτ στην Πλάκα. Ερχόταν κάποιος με την κιθάρα, εγώ στο πιάνο, και παίζαμε τα δικά μας τραγούδια και μας άκουγαν. Στην μπουάτ του Γιάννη Αργύρη (σ.σ. «Εσπερίδες»), στην «Απανεμιά», παντού. Προϋπήρχε ο Σαββόπουλος, όπως κι ο Χατζής στο «Σκορπιό». Εμείς ανεβήκαμε στα σκαλάκια, στην Οδό Θόλου, και χτίσαμε σιγά-σιγά το έδαφος. Τα χρόνια έδειξαν ότι τα τραγούδια αυτά γράφτηκαν με εντιμότητα, με ειλικρίνεια, και όχι με σκοπό να κάνουμε χρυσούς δίσκους. Αν υπήρχε τηλεόραση, θα έβλεπες με πόση ησυχία μαζεύονταν όλοι - οικοδόμοι, φοιτητές, δεν έχει σημασία - και ακούγανε τα τραγούδια στη μπουάτ. Από τότε μου έμεινε και η έννοια της παρέας. Όπου κι αν πάω, θέλω το κοινό να γίνει μια παρέα με μας.

Η δικτατορία και ο Μάης πού σας βρίσκει;

Τον Μάη του ’68 ήμουν εγκατεστημένος στη Γαλλία αλλά ερχόμουν στην Ελλάδα. Πολιτικό τραγούδι δεν έκανα γιατί θα ήμουν ψεύτης· αυτό ανήκε στον Θεοδωράκη και τον Λοΐζο. Εγώ έκανα το δικό μου τραγούδι που ένιωθα, δεν ήθελα να ακολουθήσω μια μόδα που δεν μου πήγαινε. Όσο κι αν με πλήγωνε ό,τι συνέβαινε, δεν ήθελα να το μεταφράσω σε δίσκο που θα πούλαγε λόγω συγκυριών. Πολλοί το έκαναν - βγάζω απ’ έξω τους μεγάλους, όπως τον Θεοδωράκη, τον Λοΐζο, τον Μαρκόπουλο.

Στη στρατευμένη τέχνη πιστέψατε ποτέ;

Όχι, αυτή είναι αντι-τέχνη και σου αφαιρεί την έμπνευση. Το μυαλό πρέπει να είναι ελεύθερο.

Πάντως, «Οι Νεκροί» και «Της Χαλιμάς τα παραμύθια» είναι δυνατά πολιτικά τραγούδια. Ποια πολιτικά ερεθίσματα ενσωματώθηκαν στο έργο σας;

Εμένα πάντα με ενδιέφερε ο σοσιαλισμός, με την ευρύτερη έννοια. Δεν με ενδιέφερε η Δεξιά, ούτε τα άκρα, επειδή μου στένευαν το μυαλό. Τον Αραγκόν τον μελοποίησα επειδή ήταν σπουδαίος ποιητής, όχι επειδή ήταν αριστερός. Πολλοί μεγάλοι ποιητές ήταν αριστεροί. Τι να κάνουμε… δεν υπάρχουν δεξιά ποιήματα.

Τι έγινε και ήρθε η παρακμή, εκεί στα μέσα του ’80;

Η δεκαετία του ’70 ήταν καταπληκτική. Μετά αρχίσανε οι ξένες επιρροές, ξεφούσκωσε και όλο αυτό το πράγμα μετά το Πολυτεχνείο, και ήρθε η σύγχυση και η παρακμή. Στο τραγούδι  επιβλήθηκαν τα εμπορικά και τα ξενόφερτα, οι εταιρείες δίσκων άρχισαν τις μεταγλωττίσεις απ’ τα ιταλικά… Έμπνευση συνέχισε πάντως να υπάρχει. Μετά τα πολιτικά και την αναγκαστική εκτόνωση μετά το ’74, ο Δήμος Μούτσης έκανε έναν καταπληκτικό δίσκο με την «Τετραλογία». Έχει και Καβάφη μέσα ο δίσκος, ροκ! Να ένας συνθέτης πραγματικός, ένα πηγαίο ταλέντο. Και μου λείπει που δεν βγαίνει να πάμε μαζί να πούμε τα τραγούδια μας σ’ ένα μαγαζί. Όσο για μένα, συνέχισα να κάνω και μετά τη μεταπολίτευση ό,τι ένιωθα, χωρίς να έχει σχέση αυτό με το σε ποια δεκαετία βρισκόμουν - έκανα το «Προσωπικά» με την Ελένη Δήμου, την «Έξοδο Κινδύνου» με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, και άλλα.

Στίχους γράψατε;

Όχι, ποτέ. Ξέρω τα όριά μου. Και ξέρω ότι χωρίς το σπουδαίο στίχο, δεν θα έκανα τίποτα. Ούτε έχω τραγουδήσει ποτέ. Ξέρω πού πρέπει να σταματάω, αν και θαυμάζω αυτούς που μπορούν να τα κάνουν όλα. Ο Σαββόπουλος δεν είναι σπουδαία φωνή αλλά είναι μέγας δημιουργός, ο Λοΐζος ήταν ο Λοΐζος· εγώ είμαι τελείως άσχετος στη φωνή και στο στίχο. Πάλι καλά που έκανα καλούτσικες μουσικές.

Ο Μάνος Ελευθερίου αγαπάει πολύ τη «Μαρκίζα». Είναι και δικό σας αγαπημένο;

Κατά καιρούς υπάρχουν τραγούδια που τ’ ακούω σε άλλο χρόνο και αναρωτιέμαι: «Εγώ το έχω γράψει αυτό;», όπως η Τρίτη Ανθολογία - «Σπασμένο Καράβι», «Ιδανικός κι ανάξιος εραστής». Το τραγούδι θέλω να περάσει πρώτα στον κόσμο προτού επιστρέψει σε μένα.

Κυρίως σας αρέσουν τραγούδια απ’ τις Ανθολογίες;

Όχι μωρέ, ακόμα και το «Σπίρτο» που είναι λίγο …σκυλέ, μου αρέσει!

Ισχύει ότι είχε βγει με άλλους στίχους;

Το είχα δώσει πρώτα στη Χριστιάνα και το είχε απορρίψει σε πρώτη φάση. Έτσι, εφόσον το τραγούδι ήταν ελεύθερο, το έδωσα στην Κούκα. Τελευταία στιγμή η Χριστιάνα μετανοεί και το βάζει στο δίσκο της, αλλά εγώ το είχα ήδη δώσει στην Κούκα. Δεν έγινε κάτι επίτηδες, έγινε από παρεξήγηση.





Ποιο είναι το μυστικό των μεγάλων τραγουδιών;

Η μαγική στιγμή είναι όταν ο στίχος ταιριάζει καλά με τη μουσική και την ερμηνεία. Αυτή είναι σπάνια στιγμή. Δυο τραγούδια που μ’ ακολουθούν μόνιμα είναι το «Άνθρωποι μονάχοι» και η «Μαρκίζα». Την καριέρα τους δεν μπορούσα να την προβλέψω, και όποτε τα παίζω κάτι συμβαίνει μ’ αυτά τα τραγούδια που δεν συμβαίνει μ’ άλλα.

Και τα δύο τραγούδια που αναφέρετε προέρχονται από το δίσκο «Η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδάει Γιάννη Σπανό». Πώς έγινε αυτή η συνάντηση;

Με τη Βίκυ Μοσχολιού πάντα ήμασταν πολύ φίλοι. Εκτός από σπουδαία τραγουδίστρια ήταν και μάγκας, ένα μαγκάκι· η μεγάλη Βίκυ. Ξεχώριζε, ήταν φίλη με όλο τον κόσμο. Και τον στίχο τον ένιωθε, δεν τον σκεφτόταν, όπως άλλες μεγάλες τραγουδίστριες που σκέφτονται πώς θα πουν τον κάθε στίχο. Τελευταία συνεργασία μας ήταν στις «Τέσσερις Εποχές». Αν θυμάμαι, όταν βγήκε ο δίσκος «Η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδάει Γιάννη Σπανό» κάποιοι κριτικοί με έκριναν αρνητικά, και είπαν: «Είναι δυνατόν να γράφει ο Σπανός για τη Μοσχολιού τραγούδια στο γόνατο;». Ο χρόνος απέδειξε ότι δεν είχαν δίκιο.

Την κριτική και τους κριτικούς πώς τους αντιμετωπίσατε;

Είχαν πάντα μια αμηχανία απέναντί μου αλλά εγώ από χαρακτήρα το άφηνα πίσω. Δεν θα καθόμουν να αλληλογραφώ μέσω του τύπου. Για την «Τρίτη Ανθολογία» είχαν γράψει τελείως απαξιωτικά: «Γίνεται ο Σπανός να μελοποιεί τον Σκαρίμπα έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο;». Και μιλάμε για επαγγελματίες κριτικούς σε επαγγελματικά περιοδικά. Δεν αρνούμαι την κριτική, απλά την αρνητική επίθεση δεν την καταλαβαίνει το μυαλό μου.

Ο Χατζηνάσιος είναι ο στενότερος μουσικός «συγγενής» σας;

Είμαστε πολύ κοντά με τον Γιώργο, μας ενώνουν πολλά πράγματα, ειδικά η συνεργασία μας στο Michel. Ήταν η πρώτη συνεργασία δύο συνθετών με δύο πιάνα. Αυτό που μας χωρίζει είναι μόνο ένα: είναι καλύτερος πιανίστας από μένα. Αλήθεια λέω. Είναι πραγματικός πιανίστας, ενώ εγώ απλώς συνοδεύω τα δικά μου. Ο Γιώργος είναι γεννημένος μελωδός, σπουδαίος μουσικός και ενορχηστρωτής, και με μεγάλη μουσική προσωπικότητα. Εγώ ίσως ήμουν πιο τρελός, μου άρεσαν τα λαϊκά, τα κουτούκια…

Και ποια τρέλα θα θέλατε να κάνετε;

Θέλω να κάνω ένα λαϊκο-σκυλάδικο δίσκο! Πλάκα κάνω… Θα ήθελα να συνεργαστώ μ’ ένα γκρουπ, να κάνω τα δικά μου και το γκρουπ να τα πλαισιώσει με διάθεση ροκ μπαλάντας.

Σαν αυτό που έκανε ο Θάνος Μικρούτσικος με τα Υπόγεια Ρεύματα;

Ο Μικρούτσικος πάντα φλέρταρε με το ροκ, κι από πλευράς ενορχήστρωσης. Είναι πολλά παιδιά που θέλουν να κάνουν διασκευές σε δικά μου τραγούδια. Θα ήθελα να συνεργαστούν ώστε κάποια πράγματα να ακουστούν διαφορετικά.






Ποιοι ερμηνευτές κατάλαβαν καλύτερα τον Γιάννη Σπανό;

Αυτοί που δεν κατάλαβαν ήταν ελάχιστοι. Κάποτε ήταν να συνεργαστώ με τη Χαρούλα. Τότε είχε πει τη «Μικρά Ασία», που ήταν σπουδαίος δίσκος, τη «Δημητρούλα», κλπ., αλλά ήξερα ότι κάτι έκρυβε. Όταν είπε την Οδό Αριστοτέλους, ερμήνευσε - το έχει πει η ίδια: «Ένιωσα ότι ερμηνεύω κι όχι ότι απλά τραγουδώ». Κάτι παρόμοιο έγινε με την Πρωτοψάλτη στην «Έξοδο Κινδύνου». Έβαλε κάτι παραπάνω. Αυτό προσπαθώ να κάνω, εφόσον μιλάμε για ερμηνευτές που έχουν ήδη κάνει καριέρα. Και με τον Πάριο το ίδιο έγινε: «Θα με θυμηθείς», «Φταίμε κι οι δυο»…

«Είπα να φύγω»…

Κι αυτό, βεβαίως. Μπορεί να μην φαίνεται γνωστό τραγούδι, αλλά συγκινείται ο κόσμος όταν το παίζω. Σ’ όλα αυτά τα τραγούδια βλέπεις διαφορά. Επίσης, ο Καράλης ήταν ιδανικός για τον «Ιδανικό κι ανάξιο εραστή». Για να βρω τη φωνή του Καράλη έψαχνα δυο χρόνια. Την Αρλέτα την είχα ήδη διαλέξει, είχα σχεδόν ολοκληρώσει το δίσκο, κι έψαχνα να βρω κάτι ιδιαίτερο για τον Σκαρίμπα και τον Καββαδία. Έψαχνα κάτι διαφορετικό γιατί η «Τρίτη Ανθολογία» ήταν κάτι διαφορετικό, το ένιωθα. Ώσπου άκουσα τη φωνή του σε μια μπάντα μαγνητοφώνου της Columbia, κι αποφάσισα ότι αυτή ήταν η φωνή που έψαχνα. Δεν ήξερα όμως ποιος ήταν. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Καράλης – που τότε τον γνώριζα μόνο ως τον μουσικό Καραγιαννόπουλο. Δεν μου είχε πει ότι τραγουδάει.

Ο Πουλόπουλος είναι υποτιμημένος σαν ερμηνευτής;

Εγώ τον Πουλόπουλο τον είχα ανακαλύψει ήδη αρχές του ’60 που ήταν στη Λύρα αλλά ο Πατσιφάς δεν είχε καταλάβει τι φωνή είχε. Είχα μαγευτεί από τότε, είχα πάει και τον είχα δει στις «Εννέα Μούσες» όπου έπαιζε με μια κιθάρα. Ξεκινήσαμε με το «Μια φορά μονάχα φτάνει» που έγινε κλασικό, μετά στην «Ανθολογία» με το «Παιδί μου ώρα σου καλή» και «Ήρθες εψές», και βέβαια τον πήρε μετά ο Πλέσσας με τον «Δρόμο», τον σπουδαίο αυτό δίσκο. Κι ενώ ήταν στην κορυφή, κάποια στιγμή είπε: «Δεν ξανατραγουδάω».

Τι συνέβη;

Δεν ξέρω. Το αποφάσισε και το έκανε. Στην πορεία ανακάλυψε κι ένα άλλο ταλέντο του: ζωγραφίζει υπέροχα. Εγώ τον λέω «Γκάρμπο του ελληνικού τραγουδιού», γιατί και η Γκάρμπο σταμάτησε στην κορυφή της διάκρισής της.

Πάντως, αυτό δεν το έχει κάνει κανένας.

Ακριβώς, κανένας. Κι έτσι καταλήγεις να ακούς μια κουρασμένη φωνή σ’ ένα τραγούδι με δύο τόνους… Είναι κρίμα για κάποια λεφτά παραπάνω να στενοχωρήσεις το κοινό σου. Το κοινό σε παραδέχεται έτσι κι αλλιώς. Μην το στενοχωρήσεις.

Αργότερα συνεργαστήκατε και με τον Διονύση Θεοδόση. Έφυγε νωρίς…

Αν υπήρχε τώρα ο Θεοδόσης, ξέρεις πόσοι δεν θα υπήρχανε; Μοναδικός. Ηχογραφήσαμε τέσσερα τραγούδια στην «Έξοδο Κινδύνου», ενώ είχαμε κάνει και συναυλίες μαζί. Μετά έκανε τη μεγάλη επιτυχία με τον Θάνο Μικρούτσικο.

Η επιλογή σας να επικεντρωθείτε…

Τόση ώρα γιατί δεν μιλάμε στον ενικό; Με βλέπετε διπλό;

Από σεβασμό…

Ο σεβασμός μπορεί να δειχθεί με μια κουβέντα, ένα βλέμμα. Ο πληθυντικός με κουράζει.

Η επιλογή σου να επικεντρωθείς στη φόρμα του τραγουδιού από πού προήλθε; Γιατί δεν πειραματίστηκες με άλλες φόρμες; Άλλοι έκαναν ορατόρια, όπερες, συμφωνίες…

Εγώ κάνω διαφωνίες (γέλια…). Είμαι συνθέτης τραγουδιών. Δεν διευθύνω ποτέ την ορχήστρα, δεν σηκώνω ποτέ τα χέρια μου. Δεν έχω το δικαίωμα. Πάντα είμαι στο πιάνο, πίσω απ’ τους τραγουδιστές, μαζί με την ορχήστρα. Σημαίνει ότι έχω σεβασμό στους μουσικούς που έχουν σπουδάσει. Μαέστρος σημαίνει να διευθύνεις την ορχήστρα, όχι να σηκώνεις τα χέρια. Όλοι οι συνθέτες το κάνουν, δεν τους κατηγορώ. Εγώ απλά νοιώθω πιο άνετα συνοδεύοντας με το πιάνο, κοιμάμαι πιο ήσυχα έτσι.

Για πόσες ταινίες έχεις γράψει μουσική;

Όχι πολλές, και δυστυχώς καμία που να κάνει το γύρο του κόσμου. «Εκείνο το καλοκαίρι», «Ερωτική συμφωνία», «Σκιές στην άμμο», «Αναζήτηση», «Παύλος Μελάς», και άλλες. Προσυπογράφω όλες τις μουσικές μου, αλλά σαν έργα δεν έκαναν δική τους καριέρα. Και για το θέατρο έκανα πολλά. Το «Μπεντ» ήταν μια πολύ επιτυχημένη παράσταση με τον Φέρτη και τον Φυσσούν, και το τραγούδι «Δρόμοι του Βερολίνου» που από εκεί το είπε μετά καταπληκτικά η Τσανακλίδου. Είχα την τύχη ό,τι έκανα να μείνει. Δεν συνδέθηκα με τον Φίνο, δεν γνώρισα κινηματογραφικούς κύκλους, αλλά έκανα πράγματα με τον Σακελλάριο, όπως το «Καλώς ήρθε το δολάριο». Ήμασταν πολύ φίλοι. Γενικά, έχω στιγμές που δεν επαναλαμβάνονται. Είναι, ξέρεις, στιγμιαίοι καταιγισμοί. Δεν έχω μια συνεχή πορεία ούτε στο θέατρο, ούτε στον κινηματογράφο, ούτε καν στους δίσκους.

Αυτό έχει να κάνει με τον χαρακτήρα σου;

Ασχολούμαι και μ’ άλλα πράγματα. Ας πούμε, είμαι παθιασμένος με τα φυτά, χρόνια τώρα. Στο Κιάτο έχω χίλια είδη φυτών - έχω κάνει βοτανικό κήπο. Ξέρω όλες τις λατινικές ονομασίες, με ξέρουν σε όλα τα φυτώρια, μέχρι που τους διορθώνω τα ταμπελάκια τους.

Ο έρωτας τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σου;

Πιστεύω στον ερωτισμό πιο πολύ από τον έρωτα. Ο μόνιμος ερωτισμός είναι πιο σημαντικός από έναν έρωτα ο οποίος τελειώνει και ξεκινάει κάποιος άλλος. Ο ερωτισμός υπάρχει παντού, ακόμα και σ’ ένα βλέμμα. Μέσα μου υπερισχύει η μουσική, γι’ αυτό και ό,τι αισθάνομαι το βάζω στα τραγούδια μου, γι’ αυτό και κάνω μετάγγιση ερωτισμού σε όσους τ’ ακούνε. Έρχεται κόσμος και μου λέει: «Κύριε Σπανέ, ερωτευτήκαμε με τα τραγούδια σας, παντρευτήκαμε με τα τραγούδια σας». Με αυτά τα τραγούδια, έχω συμβάλλει στην αύξηση του πληθυσμού στην Ελλάδα!

Ποιοι φίλοι σου λείπουν;

Εγώ βάζω σε ίδια αξία φίλους δικούς μου και δημιουργούς - δεν δίνω προτεραιότητα στους δημιουργούς κι ας μιλώ γι’ αυτούς. Όταν έφυγε ο Δημήτρης Λάγιος έπαθα πλάκα. Τον θυμάστε τον Λάγιο; Είχε κάνει δυο-τρία πράγματα αριστουργήματα. Για τον Μάνο Λοΐζο μην συζητάμε καλύτερα. Όταν πήγα στην κηδεία του, έβαλα τον ώμο μου στο φέρετρο. Τον είχα γνωρίσει, ήταν τόσο απλός αλλά και τόσο μεγάλο ταλέντο. Αυτός όπως και ο Διονύσης Θεοδόσης έπρεπε να είναι ακόμα εδώ και να σάρωναν όλη τη δισκογραφία σήμερα. Ο Άκης Πάνου ήταν πολύ φίλος μου - τον λάτρευα. Τον θεωρώ σπουδαίο, πολύ σπουδαίο συνθέτη. Με είχε διαλέξει για φίλο του. Ήμουν τυχερός που όπου μ’ έβλεπε, με φώναζε, με ήθελε δίπλα του. Δεν μπορούσε όσους επιδεικνύονταν. Αλλά ο κόσμος στα υπόγεια, στα καταγώγια, ήξερε ότι εγώ δεν ήθελα να επιδειχτώ, και ο ίδιος ανοιγόταν σε μένα. Ήμουν περήφανος που ήμουν φίλος του Άκη Πάνου. Και του Σταύρου Κουγιουμτζή επίσης. Τα σπουδαία ταλέντα κλείνονται στον εαυτό τους. Ο Κουγιουμτζής δεν βγήκε ποτέ να πει «τι σπουδαίος συνθέτης που είμαι», κι ας ήταν απ’ τους πιο σπουδαίους. Κι εμείς τον ξεχάσαμε. Δεν είναι θέμα ποιος φεύγει, το θέμα είναι ότι δεν δίνουμε αξία σ’ αυτούς που ζούνε τώρα. Ας πούμε, ο Αντώνης Βαρδής είναι σπουδαίος συνθέτης [σ.σ.: η συζήτηση με τον Γιάννη Σπανό έγινε αρκετούς μήνες πριν από το θάνατο του Αντώνη Βαρδή]. Κανένας δεν μιλάει για τον Βαρδή - επιτρέπεται; Εγώ έναν άνθρωπο, ποιητή, συνθέτη, τον θεωρώ σπουδαίο γι’ αυτό το ένα πράγμα που έγραψε και με συγκίνησε, κι ας έχει γράψει άλλα τριακόσια αδιάφορα πράγματα. Δεν πρέπει να ψάχνουμε το αρνητικό αλλά το θετικό σ’ έναν δημιουργό.








Αυτό το φοβερό εξώφυλλο του ζωγράφου Σπύρος Βασιλείου στο «Μια Κυριακή» πώς προέκυψε; Ήσασταν φίλοι;

Ήμασταν πολύ φίλοι, ναι. Τον γνώρισα επειδή είχα γνωρίσει την κόρη του στο Παρίσι. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, με κάλεσε στο σπίτι του στην Ερέτρια - ήταν ο πρώτος νέο-οικιστής της περιοχής! Ήταν πολύ φιλόξενοι κι αυτός και η γυναίκα του η Κική. Εξαιτίας του μπάρμπα-Σπύρου πήρα κι ένα σπίτι χωριάτικο στην Ερέτρια. Αυτός ο μικροκαμωμένος άνθρωπος ήταν τόσο φιλόξενος, τόσο γλυκός, ένας αφοσιωμένος ζωγράφος και λάτρης του τοπίου. Στο σπίτι του μαζευόταν όλος ο πνευματικός κόσμος της Αθήνας, και ήμουν πολύ τυχερός που γνώρισα τον ίδιο και την οικογένειά του. Ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος. Αλλά και όλη αυτή η εποχή ήταν μια ανεπανάληπτη εποχή. Στην Ερέτρια έζησα μια καταπληκτική δεκαετία του ’70.

Τι είναι αυτό που σε έκανε να στραφείς στην επαρχία;

Στην επαρχία ζει η Ελλάδα, και στα προάστια. Ο τρόπος ζωής μου είναι επαρχιώτικος. Ο Αθηναίος δεν δηλώνει από πού έρχεται. Εγώ είμαι απλός και μιλάω χωρίς πληθυντικούς. Κάνω παρέα με τους απλούς ανθρώπους, στο καφενείο, με το κουτσομπολιό, το καλαμπούρι. Στην Αθήνα όλα είναι σε μεγάλη έκταση. Αντίθετα στην επαρχία βλέπεις την ποικιλία. Στη Θεσσαλονίκη αισθάνεσαι πιο Έλληνας από την Αθήνα, γιατί εκεί είναι και συμπρωτεύουσα και επαρχία. Γι’ αυτό κι εγώ μένω στα Πατήσια. Η επαρχία, ο σεβασμός στη γιαγιά και τον παππού είναι στο αίμα μας. Και τα δικά μου βιώματα έχω αποδείξει ποια είναι. Έζησα στο Παρίσι αλλά δεν δηλώνω Παριζιάνος. Ζω στην Αθήνα αλλά δεν λέω ότι είμαι Αθηναίος. Λέω ότι είμαι απ’ το Κιάτο. Κρατάω τη ρίζα μου. Πού γεννήθηκα; Στο Μόντε Κάρλο; Εγώ κρατάω την αίσθηση του καφενείου, είναι εικόνες παιδικές που δεν φεύγουν απ’ το μυαλό σου. Και γιατί να φύγουν;

Τι θα έλεγες στη γενιά που φεύγει σήμερα στα Παρίσια;

Ότι το όνειρο είναι στην Ελλάδα. Τα χωράφια είναι έρημα και τα παίρνουν οι ξένοι και τα καλλιεργούν. Η Πελοπόννησος έχει αδειάσει. Το μέλλον είναι εδώ - έχουμε ελιές, τσουκνίδες, σταφύλια. Δεν κάνουμε τίποτα. Πρέπει να μείνουμε εδώ και να παλέψουμε. Εκτός Αθήνας η χώρα είναι παρθένα. Στη Γαλλία, ακόμα και το πιο απομακρυσμένο χωριό έχει αμπελώνες. Έχουμε αυτό το απίστευτο κλίμα, το καλύτερο οικόπεδο και φεύγουμε έξω… Ανακαλύψτε την Ελλάδα, καλλιεργήστε, πάρτε πρωτοβουλίες, εκμεταλλευτείτε αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Εισάγουμε ντομάτες από την Πορτογαλία και αγγούρια από την …Αγγουρία, και ερήμωσε η επαρχία. Αν είχαμε την έννοια της αγροτιάς καλλιεργημένη μέσα μας, η Ελλάδα θα ήταν μια πλούσια χώρα. Να μείνουν εδώ λοιπόν οι νέοι.

Και σε ένα νέο καλλιτέχνη που καλείται να δημιουργήσει σε ένα τοπίο χωρίς δισκογραφικές, χωρίς διανομή, χωρίς τίποτα;

Τώρα αξίζει τον κόπο! Τώρα είναι η πρόκληση! Εδώ και τώρα, κι όποιος αντέξει. Αν δεν παλέψεις, αν τα έχεις όλα έτοιμα, δεν σου βγαίνει το αίσθημα στο έργο σου. Εξάλλου, ποιος θα σε δεχτεί στην Ευρώπη; Μόνο αν έχεις λεφτά…

Μα κι εσύ ένα όνειρο κυνήγησες στη Γαλλία.

Το όνειρο είναι στην Ευρώπη ή εδώ στην Ελλάδα; Τώρα ξεκινάει το όνειρο, και το όνειρο είναι στην Ελλάδα. Όταν είχαν όλοι λεφτά πήγαιναν για διακοπές στο Λονδίνο. Πήγαινε στη Θράκη, πήγαινε στα Ζαγοροχώρια. Έχετε πάει ποτέ εκεί;

Βεβαίως, στα Γιάννενα! Στη λίμνη του Αλή Πασά, όπως λέει και η «Πρώτη του Δεκέμβρη» σου.

Δεν το έχω γράψει εγώ! Ο Μάνος Ελευθερίου το έγραψε!

Ναι, αλλά εσύ το μελοποίησες!

Στα Γιάννενα έχω πάει και μάλιστα είχαμε κάνει και κάτι βραδιές καταπληκτικές σε μια μπουάτ. Τα Γιάννενα είναι από τις ωραιότερες πόλεις της Ελλάδας, μου αρέσει εκεί το τοπίο πάρα πολύ.

Και η Θεσσαλονίκη πρέπει να σου αρέσει, σωστά;

Στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησα το πρώτο πιάνο-μπαρ στη δεκαετία του ’80 - λεγόταν «Βοναπάρτης». Ήταν στην 25ης Μαρτίου, πιάνο-τραγούδι. Εκεί είχα εμφανιστεί με την Κούκα και με τον Θεοδόση.

Αλήθεια, πόσα τραγούδια σου έχουν μείνει στο συρτάρι;

Στο συρτάρι; Δεν κρατάω ποτέ τραγούδια στο συρτάρι, να μουχλιάζουν.

Τα πετάς;

Όχι! Εγώ τα δίνω! Τα πετάνε οι ραδιοφωνικοί σταθμοί!

Τον Κώστα Τζιαγκούλα πώς τον ανακάλυψες;

Να μια ερώτηση που έχει ενδιαφέρον! Το ξέρεις το «Πλατώ» στη Θεσσαλονίκη; Ήταν το στέκι του Σταύρου Κουγιουμτζή.

Και του Γιώργου Σταυριανού!

Τι κάνει ο Σταυριανός; Τον αγαπώ πολύ και τον έχω χάσει. Να ένας ακόμα συνθέτης με πολύ ταλέντο. Έχουμε βρεθεί λίγες φορές, δεν είμαστε κολλητοί, αλλά τα τραγούδια του μου αρέσουν πολύ. Τι ωραία τραγούδια του είχε πει η Μαρία Δημητριάδη!

Πράγματι! Πάμε λοιπόν πίσω στο «Πλατώ».

Το «Πλατώ» είναι η πιο παλιά μπουάτ που υπάρχει ακόμα. Πήγα, βρήκα τον Σταύρο Κουγιουμτζή - οικογένειά μου - και είπαμε να κάνουμε μαζί κάποιες βραδιές. Η ορχήστρα ήταν έτοιμη, και ξαφνικά ακούω τον Τζιαγκούλα να λέει το «Ιδανικός κι ανάξιος εραστής». Και έπαθα την πλάκα μου. Κατάλαβα ότι εκτός από μουσικός ήταν και φοβερός ερμηνευτής, κι από τότε συνεργαζόμαστε σταθερά.

Μπήκες ποτέ στον πειρασμό να διεκδικήσεις μια θέση εξουσίας;

Θέση εξουσίας εγώ;

Συνάδελφοί σου έχουν διατελέσει υπουργοί, γραμματείς, διευθυντές ραδιοφωνίας…

Η εξουσία για μένα είναι ό,τι χειρότερο. Η έννοια της εξουσίας σημαίνει ότι ανεβαίνεις ένα σκαλοπάτι έναντι του άλλου, απ’ τον υπάλληλο στον διοικητή και πάει λέγοντας. Είναι ύπουλο όπλο η εξουσία, κι εγώ θέλω μόνο τον εαυτό μου ως όπλο μου. Μακριά από την εξουσία, είναι εμπόδιο για τη ζωή και για τον άλλον άνθρωπο.

Αν όμως είσαι φορέας γνώσης και εμπειρίας, γιατί να μην εμπλακείς με την πολιτιστική πολιτική;

Πολιτισμός είναι και το τραγούδι, και το έχω ήδη κάνει. Θα το παίξω τώρα αρχηγός; Τι συζητάμε; Άσε τους ανθρώπους λίγο ελεύθερους να σκεφτούν. Οι εξουσιαστές αυτό κάνουν: καναλιζάρουν τη σκέψη των ανθρώπων. Εγώ δεν είμαι τόσο καλός για να έχω αξιώματα και δεν διετέλεσα αξιωματούχος· διετέλεσα όμως κηπουρός σε πάνω από εξακόσια είδη φυτών για είκοσι χρόνια στο Κιάτο!






Τι σου προσφέρει η επαφή με τη φύση;

Πάντα ήθελα να έχω επαφή με τη φύση, με τα δέντρα, τα φυτά· είναι το χόμπι μου. Αντί να ασχολούμαι με τις πρεμιέρες σε όλα τα αθηναϊκά δρώμενα, ζω στην επαρχία με δική μου πρωτοβουλία. Το 1984 ήμουν με τον Χατζηνάσιο στη Φιλελλήνων, σε μια συνάντηση που άφησε εποχή στο Michel. Θα μας έκλειναν για άλλες 2-3 σεζόν. Εγώ όμως δεν ήθελα να κάνω τα ίδια πράγματα, ήθελα να πάω προς τα έξω, στη φύση, και πήγα στο Κιάτο στο πατρικό μου. Έγινε ο σεισμός στο Κιάτο και ήθελα να μείνω εκεί να το φτιάξω. Είπα λοιπόν ότι θα κάνω ένα στέκι για τη νεολαία του Κιάτου, κι έφτιαξα τη δική μου μπουάτ που ονόμασα «Οδό Αριστοτέλους». Από το ’85 και για μια δεκαετία περίπου γινόταν χαμός, με ένα πιάνο μόνο και μια φωνή, χωρίς μικροφωνική. Δεν ήταν εύκολο. Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ, έχασα πολλά λεφτά, αλλά κράτησα την ψυχή μου ήρεμη. Άφησα ένα ίχνος, πάντως, είχα δημιουργήσει μια τρομερή ατμόσφαιρα και έρχονταν απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας να ακούσουν ένα πιάνο και μια φωνή.

Τα αγγλόφωνα τραγούδια πώς σου φαίνονται;

Η αγγλική γλώσσα είναι πιο εύκολη στη ροκ γιατί έχει μικρές συλλαβές. Τι είναι ουσιαστικά; Ήχοι. Εμείς, αντίθετα, έχουμε τεράστιες συλλαβές. Οπότε καλά κάνουνε οι νέοι. Οι Κατσιμιχαίοι, βέβαια, βρήκαν τον τρόπο να κάνουν ροκ με ελληνικό στίχο. Ας το βρούνε κι οι άλλοι.

Σε απασχολεί πώς θα περάσει η μουσική σου σε μια επόμενη γενιά;

Το μόνο που με απασχολεί είναι πώς θα επιβιώσει η Ελλάδα. Μιλάω σαν πολίτης, βαρέθηκα να μιλάω σαν Σπανός. Πάντως, τα τραγούδια μου είναι ανοιχτά για νέους ανθρώπους που θέλουν να κάνουν διασκευή. Οι Beatles είχαν πάρει το ινδικό σιτάρ. Όταν έχεις ταλέντο όλα γίνονται.

Τα μεγάλα λαϊκά τραγούδια σου, όμως, δεν πρέπει να έγιναν μόνο από ταλέντο…

Την εποχή των μπουάτ, πάντα ξενυχτούσα. Μετά την μπουάτ, εγώ έψαχνα μανιωδώς να βρω τα κουτούκια. Πήγαινα στις Τζιτζιφιές να μάθω, να νοιώσω όλους αυτούς τους άγνωστους - τότε - λαϊκούς. Πήγαινα στον Τσαουσάκη με το μπαγλαμαδάκι του. Ενώ έκανα το Νέο Κύμα, ήθελα να ισορροπήσω και με την άλλη πλευρά του Έλληνα. Δεν μου άρεσε να κάθομαι και να λέω «τι ωραία που είναι τα δικά μου». Μάθαινα από ανθρώπους που σεβόντουσαν. Αυτοί οι λεγόμενοι «σκυλάδες» σε σέβονται πιο πολύ από το Μέγαρο Μουσικής. Τη Ρίτα Σακελλαρίου πριν πεθάνει όλοι τη βρίζανε και τώρα την έχουν θεοποιήσει - λάθος του Έλληνα. Η Καίτη Ντάλη είναι φίλη μου. Η Γιώτα Γιάννα. Πήγαινα στην Ιερά Οδό μέχρι το πρωί, και την ίδια στιγμή έκανα όλα όσα έκανα. Κράτησα ανοιχτούς τους ορίζοντές μου. Ξέρετε πόσοι ξεκίνησαν από τα πανηγύρια και τα μπουλούκια, και μετά έγιναν μεγάλοι τραγουδιστές; Είναι μεγάλο σχολείο τα ξενύχτια. Τώρα τελευταία, βλέπεις τραγουδίστριες και τραγουδιστές που απ’ τα σαλόνια πήγαν κατευθείαν στη σκηνή.

Στο Μέγαρο Μουσικής έχεις εμφανιστεί; Στο Ηρώδειο;

Ποτέ δεν μπόρεσα να μπω στο Μέγαρο, και τρεις φορές μου έχουν αρνηθεί επισήμως στο Ηρώδειο. Τρεις φορές, σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Με έχουν περάσει από επιτροπή... Είναι πολλοί οι αυλικοί, κι εμφανίζονται οι ίδιοι και οι ίδιοι.

Καλλιτεχνικά απωθημένα έχεις;

Προτιμώ τη λέξη «παράπονο», γιατί το απωθημένο είναι αρνητικό και το κουβαλάς μέσα σου σαν οργή. Παράπονο, λοιπόν: Ήθελα πάντα να συνεργαστώ με τον Καζαντζίδη, και δεν μπόρεσα ποτέ. Για μένα ο Καζαντζίδης υπήρξε ο μόνος Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής που ήταν πάνω απ’ τα τραγούδια που τραγούδαγε. Είπε πολλά ουδέτερα, και μερικά αριστουργήματα. Όποιο και να ’λεγε, άκουγες τον Καζαντζίδη και όχι το τραγούδι του Καζαντζίδη. Στα πρώτα χρόνια στο Παρίσι, μου έλειπε η Ελλάδα και περίμενα το καλοκαίρι να γυρίσω πίσω. Εκεί που έμενα είχε ένα μπιστρό με ένα τζουκ-μποξ μέσα. Ανάμεσα στα γαλλικά τραγούδια της εποχής, βρήκα και ένα ελληνικό. Ποιο ήταν; Η Μαντουβάλα του Καζαντζίδη. Ο Καζαντζίδης είχε μεγάλη δύναμη για τον Έλληνα του εξωτερικού. Πάθαινα λαχτάρα μέσω Καζαντζίδη. Μου μίλαγε εκείνη τη στιγμή. Και μου έμεινε το παράπονο: μάζευα μουσικές για εκείνον, αλλά λόγω διαφορετικών εταιρειών δεν συναντηθήκαμε ποτέ.

Υποχωρήσεις έκανες ποτέ;

Κοιτάξτε, θεωρώ ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες τέχνης - η τέχνη που δεν πουλιέται εύκολα και η τέχνη που πουλάει. Τέχνη που πουλάει δεν έκανα, γι’ αυτό δεν έκανα ποτέ χρυσό δίσκο. Ο μόνος χρυσός δίσκος που μου έχει δώσει η Minos είναι οι «Χάρτινες καρδιές» με τον Πουλόπουλο. Ποτέ δεν δούλεψα για την επιτυχία την άμεση. Μου είναι εύκολο να κάτσω στο πιάνο και να κάνω σουξεδάκια, αλλά τελικά το «όχι» είναι πιο σημαντικό απ’ το «ναι». Μια φορά μόνο έκανα κάτι κατά παραγγελία. Πριν τη μεταπολίτευση παντρεύτηκε ο Βοσκόπουλος με τη Μαρινέλλα, και με φώναξε ο Μάτσας και μου λέει: «να κάνουμε το δίσκο της χρονιάς»! Μισά τραγούδια του Βοσκόπουλου, μισά δικά μου. Βγαίνει ο δίσκος, ξαφνικά έρχεται η μεταπολίτευση, και ο δίσκος χάθηκε τελείως. Είπα κι εγώ να κάνω τη μεγάλη επιτυχία, και τελικά εξαφανίστηκε ο δίσκος!

Δεν υπάρχουν σχόλια: