Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Ο Γιώργος Β. Μονεμβασίτης για τον Ηλία Ανδριόπουλο

Φέτος κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Αργοναύτες το νέο συγγραφικό πόνημα του συνθέτη Ηλία Ανδριόπουλου, με τον τίτλο «Το αίνιγμα μιας γενιάς - Μεταπλάσεις». Τον πρόλογο του βιβλίου υπογράφει ο γνωστός μουσικοκριτικός Γιώργος Β. Μονεμβασίτης, τον οποίο και ευχαριστούμε για την ευγενική παραχώρηση. ηρ.οικ.




Προανάκρουσμα

του Γιώργου Β. Μονεμβασίτη

Ο καλλιτέχνης εκφράζεται με το έργο του. Αυτό αποτελεί το μέσο με το οποίο προσπαθεί να επικοινωνήσει με το πλέγμα των δεκτών, στους οποίους απευθύνεται. Ο λογοτέχνης με τα γραπτά του, ο ποιητής με τα ποιήματά του,  ο ζωγράφος με τους πίνακές του, ο μουσουργός με τη μουσική του, ο τραγουδοποιός με τα τραγούδια του κ.ο.κ. Αρκεί, όμως, μόνο αυτή η επικοινωνία ανάμεσα στον πομπό-δημιουργό και τον δέκτη; Ως ένα σημείο, ναι, αφού ο πλαστουργός ότι έχει να «πει» το «λέει» με το έργο του. Αν, ωστόσο, ο δημιουργός μπορεί να αρθρώσει λόγο συμπληρωματικό ή και ... παραπληρωματικό του έργου του, τόσο το καλύτερο. Η επικοινωνία αποκτά τότε μιαν άλλη πιο σύνθετη και πιο αποδοτική δυναμική, που αποδεικνύεται ωφέλιμη για όλους.

Ευτυχώς πάντως, αρκετοί, αν όχι πολλοί, καλλιτέχνες, εφαρμόζοντας το καβαφικό «Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν – σιγή δεν μας αρμόζει», δεν περιορίζουν την επικοινωνιακή τους προσπάθεια αποκλειστικά στο έργο τους, αλλά το συμπληρώνουν με σχόλια, με αναλύσεις, ακόμη και με δοκίμια. Επιδεικνύοντας μάλιστα, όχι σπάνια, μιαν επιθυμητή εξωστρέφεια  ξανοίγουν τη σκέψη και το λόγο τους πέρα από τα δικά τους ... χωρικά ύδατα! Δεν σημαίνει, βεβαίως, αυτό ότι τα σχόλιά τους είναι πάντοτε εύστοχα και εμπνευσμένα, όπως είναι, ίσως, το καλλιτεχνικό τους έργο. Η τέχνη του κοινού λόγου και του σχολιασμού είναι ανεξάρτητη από την ικανότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Υπάρχουν σπουδαίοι καλλιτέχνες που εστιάζουν όλη την ενέργεια και τη δράση  τους, αποκλειστικά στο έργο τους. Πέραν αυτού, ουδέν. Και ουδείς, βεβαίως, μπορεί να τους κατηγορήσει για αυτό. Είναι λάθος η ταύτιση της ιδιότητας του  καλλιτέχνη, με εκείνη του διανοούμενου. Άλλο ο ένας, άλλο ο άλλος. Αν, όμως, ένας καλλιτέχνης είναι και διανοούμενος, κάτι που, έστω και σπάνια, συμβαίνει, τότε ο λόγος του, τα σχόλιά του αποκτούν άλλη αξία. Συχνά σκέφτομαι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, των εξαιρετικά ανήσυχων και άνυδρων ημερών μας, τα ευθύβολα και ευφάνταστα σχόλια του Μάνου Χατζιδάκι. Μου έχουν λείψει αφόρητα – ευτυχώς ο Μίκης Θεοδωράκης ευρίσκεται ακόμη στις επάλξεις.

Στις επάλξεις ευρίσκεται, όμως, χρόνια τώρα και ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ένα από τα πνευματικά τέκνα  του Μάνου και του Μίκη. Και να που μας κοινοποιεί με την παρούσα έκδοση τους νέους και επίκαιρους, σχεδόν στο σύνολό τους, στοχασμούς του. Δεν είναι πρωτάρης, βεβαίως, στην δια του λόγου επικοινωνία ο φίλτατος Ηλίας. Η μουσική του πορεία είναι λίγο-πολύ γνωστή. Δεν είναι, όμως, τόσο γνωστή η συγγραφική του πορεία. Από τα χρόνια της νιότης του έγραφε σχόλια-παρεμβάσεις, για τη μουσική κυρίως, αλλά και για τον πολιτισμό γενικότερα, τα οποία δημοσίευε σκόρπια σε εφημερίδες και περιοδικά. Αργότερα, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990-2000, συστηματοποίησε τα σχόλιά του με τη μορφή τακτικών επιφυλλίδων, οι οποίες δημοσιεύονταν στην εφημερίδα «Τα Νέα». Ένα ανθολόγημα από τα σχόλια αυτά, εμπλουτισμένο με νεότερα αδημοσίευτα εκδόθηκε το 2006 με όνομα Η αφήγηση των ήχων από τις εκδόσεις Κέδρος. Λιγότερο επικαιρικά, αλλά περισσότερο στοχαστικά ήταν τα κείμενα, σε μορφή δοκιμίων, με τα οποία δομήθηκε το δεύτερο συγγραφικό πόνημα του Ηλία, που γεννήθηκε από τις εκδόσεις Μαΐστρος το 2007 – επανεκδόθηκε με την προσθήκη ενός κεφαλαίου, το 2008. Αντι-ηχήσεις, το εύγλωττο όνομά του. Η αποδέσμευση από τον περιορισμό της έκτασης μιας επιφυλλίδας, επέτρεψε στην Ηλία Ανδριόπουλο να αναπτύξει περισσότερο τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του.  Φυσιολογική συνέχεια, σε αυτή την ιδιαίτερη διαδρομή του, μοιάζει η καινούρια συγγραφική κατάθεσή του. Σε τέσσερα ξεχωριστά κεφάλαια-δοκίμια συνεχίζει να εκθέτει τις σκέψεις και τις απόψεις του για την τέχνη, για τον πολιτισμό, για τη ζωή και για τον άνθρωπο, με αμεσότητα και παρρησία. Ο λόγος του Ρήγα «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά», γίνεται οδηγός του.

Ένα βασικό θέμα λειτουργεί κάθε φορά ως αφορμή για να αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι των σκέψεων και των συναισθημάτων του. Εστιάζει σε αυτό, αλλά συχνά στη διαδρομή ξεστρατίζει, για να κοινωνήσει στον αναγνώστη κι άλλες συναφείς σκέψεις του. Απλός, άμεσος, εύστοχος, γλαφυρός και κατανοητός είναι, όπως πάντα, ο λόγος τον οποίο χειρίζεται και διαχειρίζεται ο Ηλίας Ανδριόπουλος. Είναι, όμως, και αιχμηρός και ευθέως προσδιοριστικός, χωρίς αόριστους και ύποπτους υπαινιγμούς. Ακόμη και στις πιο μαχητικές στιγμές του ο λόγος του δεν χάνει, ωστόσο, την ευγένειά του. Και αυτό δυναμώνει το λόγο. Έτσι ακόμη κι αν δεν συμφωνείς απολύτως μαζί του, σε κάποιες περιπτώσεις που είτε εμμένει σε αφορισμούς και όρους, είτε γίνεται έντονα κριτικός και επικριτικός, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς όπως ο Βολτέρος:  «Διαφωνώ με όσα λες, αλλά θα υπερασπιστώ και με τη ζωή μου ακόμη, το δικαίωμά σου να τα λες».                    

Δεν διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Τα πρόσωπα, αποφεύγει, μερικές φορές, να τα πει με το όνομά τους. Ο αναγνώστης, ωστόσο, ο οποίος δεν είναι ανοίκειος με το τι συμβαίνει στον τόπο μας, αμέσως καταλαβαίνει...

Δεν απαιτεί, μα ούτε και επαιτεί ο Ηλίας. Το αυτονόητο ζητά. Την αξιοκρατία, τη διαφάνεια και μια λογική ιεράρχηση επιλογών και προτάσεων από τους φορείς που καθορίζουν σήμερα τις τύχες του πολύπαθου πολιτισμού μας. Την αξιοκρατία κυρίως, η οποία στην εποχή μας, εποχή του ανταποδοτικού βολέματος, της ευτέλειας και του εφήμερου, έχει καταντήσει, δυστυχώς, είδος εν ανεπαρκεία.

Στα τέσσερα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου του ο Ηλίας Ανδριόπουλος θυμάται με νοσταλγία ημέρες και γεγονότα τα οποία τον καθόρισαν. Και γύρω από αυτά πλέκει τις ιστορίες του, που άλλοτε έχουν μύθο, άλλοτε όχι. Τα ανεκπλήρωτα όνειρα μιας γενιάς, που βιώνει σήμερα μια πρωτόγνωρη, όσο και απρόσμενη παρακμή και έκπτωση αξιών, συνυφαίνουν τον ιστό του πρώτου κεφαλαίου «Το αίνιγμα μιας γενιάς». Η αγωνία για το σήμερα και το αύριο όχι μόνο της μουσικής, αλλά ολόκληρου αυτού του τόπου είναι διάχυτη. Δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Δίνει, όμως,  η αγωνία αυτή, με τον τρόπο της το σάλπισμα της αντίστασης. Οι «Σκέψεις για τη Μουσική», κεφάλαιο δεύτερο, εκτείνονται προς κάθε κατεύθυνση. Με ένα συγκινητικό προσκύνημα και με αφοπλιστική ειλικρίνεια ομολογείται, στο ξετύλιγμα των σκέψεων αυτών, η λατρεία προς τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη. Οι παιδικές ακροάσεις μουσικής του Βέρντι από έναν παλιό φωνόγραφο, του γέννησαν την επιθυμία να γνωρίσει κάποτε από κοντά τον τόπο που έζησε και δημιούργησε ο Ιταλός πατριάρχης της ρομαντικής – μπελ κάντο όπερας. Η εκπλήρωση του ονείρου, αλλά και οι προεκτάσεις της, περιγράφονται στο ταξιδιωτικό, τρίτο κεφάλαιο, «Ένα ταξίδι και μια επίσκεψη». Η γενέτειρα γη, οι γνωριμιές της νιότης, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Γκάτσος, η Ζάκυνθος, ο Σολωμός  γίνονται αφορμές για μια περιδιάβαση στην αδιαπραγμάτευτη Ελληνικότητα. Στο τέταρτο και καταληκτικό κεφάλαιο, τις «Μεταπλάσεις», συμβαίνουν αυτά, όπου το ξετύλιγμα του κουβαριού, των σκέψεων και της μνήμης, φτάνει μέχρι το οδυνηρό σήμερα. Με αρετή και τόλμη, οι παλιές καλές μέρες, μπορεί να επιστρέψουν σε τούτο τον ευλογημένο τόπο, που έχει υποδουλωθεί στα κελεύσματα του ξένου κεφαλαίου.

Είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας, τελικά, οι Μεταμορφώσεις μέσα στο χρόνο του Ηλία Ανδριόπουλου. Που επιμένει απτόητος να αγωνίζεται και να επιμένει ρομαντικά στην άκρως αντιρομαντική εποχή μας.


[Πρόλογος σε Ηλίας Ανδριόπουλος, Το αίνιγμα μιας γενιάς - Μεταπλάσεις, 2013, Εκδ. Αργοναύτες.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: