Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

Κριτική και κριτικοί

ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΟΙ 

Όλα όσα θέλατε να μάθετε για τη μουσικοκριτική στην Ελλάδα αλλά φοβόσασταν να ρωτήσετε! 


επιμέλεια: Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)


Σε μία, ελπίζουμε, πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα σύναξη, συγκεντρώσαμε εννιά από τις κορυφαίες πένες μουσικής κριτικής στην Ελλάδα, με μακρά και καταξιωμένη πορεία στο χώρο. Τους βγάλαμε για λίγο από τη θέση του κριτή και τους βάλαμε στην καρέκλα του κρινόμενου ή έστω του συνομιλητή. Και τους ζητήσαμε να φωτίσουν το ρόλο και τη λειτουργία του πιο παρεξηγημένου επαγγέλματος στον κόσμο! Αλφαβητικά: Γιώργος Ι. Αλλαμανής, Αλέξης Βάκης, Στέλλα Βλαχογιάννη, Αργύρης Ζήλος, Λιάνα Μαλανδρενιώτη, Γιώργος Β. Μονεμβασίτης, Γιώργος Ε. Παπαδάκης, Φώντας Τρούσας, Γιώργος Π. Τσάμπρας. Τους ευχαριστούμε θερμά για τη συμμετοχή τους. 


Επάγγελμα: μουσικοκριτικός. Μπορεί στη σημερινή εποχή βαθιάς κρίσης του μουσικού τύπου και της δισκογραφίας αυτό να ακούγεται ως ένα εξαιρετικά σύντομο ανέκδοτο. Όμως, για πάνω από τρεις δεκαετίες - από τα τέλη του ’70 - η μουσικοκριτική υπήρξε βασικός άξονας της δημοσιογραφικής ενασχόλησης με τη μουσική τέχνη. Και ακόμα είναι, έστω κι αν βρίσκεται σε υποχώρηση. Η επέλαση του διαδικτύου έχει μετατοπίσει το πεδίο έκφρασης της κριτικής από το περίπτερο στην οθόνη. Και η πληθώρα φωνών και απόψεων που αναδύονται μέσα από blogs, ιστοσελίδες και μουσικές κοινότητες έχει καταστήσει τη μουσικοκριτική περισσότερο προσβάσιμη, αλλά και πιο ανώνυμη και απρόσωπη. Όμως, το αίτημα της λεπτομερούς παρουσίασης και κριτικής αποτίμησης ενός έργου παραμένει· αίτημα που έχουν υπηρετήσει με συνέπεια οι φιλοξενούμενοι του παρόντος αφιερώματος. 

Στα χρυσά χρόνια της δεκαετίας του ’80 και του ’90, είναι δεδομένο ότι το επάγγελμα του μουσικοκριτικού γνώρισε άνθιση και εξασφάλισε σημαντικές απολαβές σε πολλούς εξ’ όσων το άσκησαν. Η ιδιότητα του μουσικοκριτικού άνοιξε πόρτες τόσο στη ραδιοφωνία όσο και στην ευρύτερη διαχείριση των πολιτιστικών μας πραγμάτων, υπό ιδιωτική ή δημόσια σκέπη. Ας μη γελιόμαστε· υπήρξε μία εποχή όπου ο μουσικοκριτικός είχε εξουσία και λόγο επί της πολιτιστικής διαχείρισης, ενταγμένος σε ένα σύστημα παραγωγής και διανομής του μουσικού προϊόντος. 

Σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει κατά πολύ. Κάποιοι, με μακρά διαδρομή στο χώρο, είναι επί της παρούσης επαγγελματικά «άστεγοι»: ο πρωτεργάτης Αργύρης Ζήλος δεν γράφει πια τις ιστορικές - και συχνά μονολεκτικές! - κριτικές του στο Αθηνόραμα, ο Γιώργος Ε. Παπαδάκης δεν ταράζει άλλο τα νερά με την αυστηρή ματιά του στην κλειστή πλέον Ελευθεροτυπία, και ο Αλέξης Βάκης δεν καταθέτει την εμπεριστατωμένη άποψή του στο επίσης κατεδαφισμένο Δίφωνο. Η δική μας Στέλλα Βλαχογιάννη κοσμεί κάθε τρίμηνο το Μετρονόμο, όμως λείπει η τακτικότερη παρουσία της που εξασφάλιζε το Δίφωνο ή ο διαδικτυακός Ηριδανός. Εξίσου λείπει και η περί κλασικής μουσικής αισθητική πρόταση της Λιάνας Μαλανδρενιώτη, εκ των ιδρυτικών συντακτριών του Διφώνου, όσο κι αν τη συναντάμε κάθε Κυριακή στην εφημερίδα Εποχή. Τουλάχιστον, ο Γιώργος Π. Τσάμπρας απέχει από άποψη, αν και η έλλειψη σοβαρών επαγγελματικών προτάσεων βάζει επίσης το χέρι της. Και ο Γιώργος Β. Μονεμβασίτης, έχοντας αποχαιρετήσει διαδοχικά Ελευθεροτυπία, Δίφωνο και Echo & Artis, φιλοξενείται πλέον στην εξαιρετική διαδικτυακή γωνιά της MusicPaper. Άλλοι διατηρούν μία τακτικότερη παρουσία σε έντυπα, όπως ο Γιώργος Ι. Αλλαμανής στο Ποντίκι και ο Φώντας Τρούσας στο Jazz & Τζαζ ως αρχισυντάκτης. 

Το παρόν αφιέρωμα δεν είναι σε καμία περίπτωση εξαντλητικό· να μας συγχωρούν όσοι διαπρεπείς μουσικοκριτικοί έμειναν αναγκαστικά εκτός. Επιδιώξαμε, πάντως, μία πλουραλιστική εκπροσώπηση ποικίλων ρευμάτων, από την κλασική, τη τζαζ και τη ροκ μέχρι την ελληνική λόγια, λαϊκή και έντεχνη μουσική. Τα κείμενα που ακολουθούν επιτελούν ένα διττό ρόλο: αφενός, μας δίνουν ένα σύντομο πορτραίτο κάθε φιλοξενούμενου. Και αφετέρου, παρουσιάζουν τις απόψεις του γύρω από τη φύση και την κοινωνική λειτουργία της κριτικής, τα συστατικά μιας άρτιας κριτικής, τη διαχείριση των προσωπικών σχέσεων κριτικών-καλλιτεχνών, και βέβαια τις συνέπειες από την έλευση του διαδικτύου. Για το τέλος, ας κρατήσουμε την ανόθευτη αγάπη για τη μουσική, το ασίγαστο πάθος της ακρόασης, τη γνώση και την αίσθηση αυτών των ανθρώπων. Αυτή είναι η πολύτιμη παρακαταθήκη τους, πέρα από κριτικές και αναλύσεις. 
-----



Γιώργος Ι. Αλλαμανής: 

«Τα ήξεις-αφήξεις είναι βαριές και άνοστες σάλτσες» 

«Εσένα θα σου δώσω τα …καραφλάκια!» μου είπε σαρδόνια το μακρινό 1984 ο «γκουρού» μου περί τα μουσικά Αργύρης Ζήλος στα παλιά γραφεία του περιοδικού «Ήχος & HiFi», στην οδό Αρδηττού. Και μου έδωσε να γράψω την πρώτη μου δισκοκριτική για ένα 33άρι βινύλιο υπό τον τίτλο «Τα Καραφάκια» μιας μετριο-ασήμαντης νέο-κομπανίας της εποχής. Ήμουν ακριβώς 20 ετών. Μερικές εκατοντάδες δισκοκριτικές (αλλά και ραδιοφωνικές εκπομπές και συνεντεύξεις και κριτικές συναυλιών και μουσικές-πολιτιστικές στήλες και άρθρα γνώμης κι ένα βιογραφικό βιβλίο για το Νικόλα Άσιμο) αργότερα, εκείνη η εντελώς ασήμαντη για τον πλανήτη Γη στιγμή ήταν για μένα καθοριστική. Σταθμοί; Καλύτερα ας θυμηθώ ευλαβικά τα ονόματα όσων άδολα μου έδωσαν βήμα ώστε να ακούω καθημερινά μουσική και να λέω τη γνώμη μου: ο Πητ Κωνσταντέας, ο Γιάννης Ριζόπουλος, ο Μάκης Μηλάτος, ο Γιάννης Έξαρχος, ο Παύλος Τσίμας, ο Γιώργος Θαλασσινός, ο Σωκράτης Τσιχλιάς και - τελευταία αλλά όχι έσχατη - η Άννα Βλαβιανού. 

Ξέρω κομπλεξικούς κριτικούς που είναι ανθυποταλαντούχοι μουσικοσυνθέτες. Κι άλλους που απλώς κρατάνε με το πιρούνι στην ταβέρνα το ρυθμό ενός ζεϊμπέκικου, αλλά η γραφίδα τους είναι διεισδυτική σαν «έξυπνη» βόμβα που τρυπάει το έδαφος και εκρήγνυται μέσα στα εχθρικά μπούνκερ της κοινοτοπίας. Η συνολική παιδεία και η δια βίου παιδεία μετράνε περισσότερο. Τα ωδειακά πτυχία, από μόνα τους, μετράνε λιγότερο - ή και καθόλου. 

Από μια μουσικοκριτική πρέπει να φαίνεται αν σου άρεσε ή όχι ένας δίσκος: τα ήξεις-αφήξεις είναι βαριές και άνοστες σάλτσες. Να καταλαβαίνει ο αναγνώστης το είδος της μουσικής, το ειδικό βάρος του καλλιτέχνη, τη θέση του συγκεκριμένου δίσκου στο συνολικό έργο του. Και να τοποθετείται στο πλαίσιο της εποχής: ακόμη θυμάμαι και γελάω με την άποψη ενός πρώην μεγαλοσχήμονα και ενίοτε κρατικοδίαιτου ελέω ΕΡΤ κριτικού και μουσικού παραγωγού, γύρω στο 1978, ότι η εκπληκτική από κάθε άποψη «Εκδίκηση της Γυφτιάς» των Ρασούλη-Ξυδάκη-Παπάζογλου ήταν ένας «δίσκος που γρήγορα θα ξεχαστεί». (Αυτο-)γκόλ! 

Έχω μετανιώσει για τον παλιό μου εαυτό και βάζω στοίχημα ότι αύριο θα μετανιώσω για τον σημερινό. Οι απόψεις είναι καθρέφτης μιας στιγμής, μιας ηλικίας και της προσωπικής διαδρομής κάθε ανθρώπου. Τώρα για να ευθυμήσουμε, θυμάμαι ότι όταν βγήκε το λαϊκό καψουρο-άσμα «Ο χιονάνθρωπος» του Τάκη Μουσαφίρη, με τραγουδιστή τον συγχωρεμένο Δημήτρη Μητροπάνο, εμένα μου ψιλογούσταρε…. 

Δεν είχα ποτέ καμία προσωπική φιλία με κανέναν δημιουργό του ελληνικού ή ξένου τραγουδιού. Λίγο «τηρείτε τις αποστάσεις», λίγο από χαρακτήρα, λίγο έτυχε. Απομένει ο βασικός κανόνας: ως άνθρωπος ο δημιουργός είναι υποδεέστερος του έργου του, ο Βαμβακάρης ήταν βασιλόφρων, ο Τσιτσάνης έλεγε ότι τα λόγια της Συννεφιασμένης Κυριακής ήταν όλα δικά του, ο Θεοδωράκης ονειρεύεται στα γεροντάματα πότε θα ξυπνήσει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς. Καραμπινάτη εξαίρεση στον κανόνα, μάλλον, ήταν ο μέγας απών Μάνος Χατζιδάκις. 

Πιστεύω στο αναπόφευκτον της τεχνολογικής προόδου. Είμαι με τον Γουτεμβέργιο, όχι με τους αντιγραφείς καλόγερους του Μεσαίωνα. Ωστόσο στη σημερινή κοσμοχαλασιά του Διαδικτύου θάβονται πιο εύκολα από ποτέ οι λίγοι σοφοί και θριαμβεύει μια θλιβερή στρατιά από κομπογιαννίτες. Δεν με πειράζει που ο καθένας λέει τη γνώμη του, αν ο αναγνώστης έχει γνώση και κριτήριο ώστε να ξεχωρίζει το φλουρί κωνσταντινάτο από τον κάλπικο παρά. Σημασία έχει να υπάρχουν «αυθεντίες», άνθρωποι αξιοσέβαστοι για την ηθική στάση, τη βαθιά γνώση και τη «λοξή» ματιά τους – κι ας τους σταυρώνουν οι μέτριοι. 



Αλέξης Βάκης: 

«Η μουσικοκριτική είναι ένας καλός τρόπος να χάσεις φίλους» 

Ως μουσικοκριτικός, έχω ένα και μοναδικό σταθμό: το Δίφωνο. Συνεργαζόμουν ήδη από το φθινόπωρο του 2002 γράφοντας άρθρα. Τότε, το Δίφωνο είχε διευθυντή το Μιχάλη Κουμπιό και αρχισυντάκτρια τη Μαριάνθη Πελεβάνη. Τον Δεκέμβρη του 2002, ο διευθυντής μου πρότεινε να γράψω κάποιες κριτικές. Τον ενδιέφερε η ματιά ενός εν ενεργεία μουσικού πάνω στη δουλειά των συναδέλφων του. Δεν μου ήταν μεγάλο πρόβλημα αυτό που μπορώ να πω ιδιωτικά να το πω και δημόσια, και παρέμεινα εκεί ως το οριστικό κλείσιμο του Διφώνου πέρυσι. 

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες μουσικών. Καταρχήν, υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να γράφουν μουσική, να ενορχηστρώνουν μουσική, να παίζουν μουσική, και είναι ευτυχείς μ’ αυτό. Ανήκω σε μία άλλη κατηγορία που αντιμετωπίζει τη μουσική με τον τρόπο της πρέφας· θέλει και να μιλάει γι’ αυτήν. Κάνει όλα τα παραπάνω αλλά θα σκάσει αν δεν δημοσιοποιήσει τα συμπεράσματα και την όποια σοφία απεκόμισε ακούγοντας μουσική. Μ’ αυτήν την έννοια, προφανώς και η θεωρητική μουσική μου επάρκεια ήταν ένα «συν». Ξέρω πάντως ανθρώπους που έχουν ευδοκιμήσει στο χώρο της κριτικής με εξαιρετική διαύγεια χωρίς πτυχία, όπως ξέρω και ανθρώπους με πτυχία που δεν θα τους εμπιστευόμουν να γράψουν τίποτα. 

Δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενική κριτική επειδή ο κάθε άνθρωπος έχει κάποια κριτήρια στα οποία δίνει προτεραιότητα, και βάσει αυτών κρίνει τη μουσική. Κρατάω μακριά από τη γραφή μου τις προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες, μέχρι και αδικώντας τους φίλους μου. Έχει τύχει να είμαι πιο σκληρός απέναντι σε πρόσωπα με τα οποία με συνδέει μία φιλική σχέση - όταν έκρινα ότι ο δίσκος δεν ήταν καλός - όπως επίσης έχει τύχει να γράψω πολύ καλά λόγια για καλλιτέχνες που δεν συμπαθώ επειδή με είχε πείσει η δουλειά που είχα στα χέρια μου. Η μουσικοκριτική είναι ένας καλός τρόπος να χάσεις φίλους, να τεστάρεις την ειλικρίνειά σου, και να αντλήσεις ενδεχομένως μία ικανοποίηση ότι κάποια πράγματα που κάποτε είπες δικαιώθηκαν. 

Μια καλή κριτική δεν έχει για πρωταγωνιστή αυτόν που τη γράφει. Ένας μουσικοκριτικός μπορεί να λάμψει, χωρίς όμως να συνδέει την προσωπικότητά του με το υλικό που κρίνει. Απαραίτητο είναι να έχει ένα εύρος και μία εμπειρία ακουσμάτων, έτσι ώστε να διασώζεται αν βρεθεί μπροστά σε κάτι που δεν έχει ξανασυναντήσει. Μια σωστή κριτική είναι όσο το δυνατόν δίκαιη, χωρίς να επαφίεται σε συμπάθειες και αντιπάθειες. Και αποκαλύπτει σε ένα ευρύτερο κοινό κάτι που η ματιά ενός πιο έμπειρου μπορεί να το δει εκ πρώτης όψεως. Τη δεκαετία του ’60, ο Θεοδωράκης βοηθήθηκε από την Αριστερά για να διαπρέψει, όπως τη δεκαετία του ’50 βοηθήθηκε ο Χατζιδάκις από την Ελένη Βλάχου. Ο μουσικοκριτικός προσφέρει τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στο πρωτογενές έργο και το ευρύ κοινό. Αυτή η διαμεσολάβηση μπορεί να βοηθήσει τον μη μυημένο ώστε να ελέγξει τη συναισθηματική ή και διανοητική του άποψη σε σχέση με αυτό που άκουσε. Επίσης, ο μουσικοκριτικός αποκαλύπτει το νέο, αυτό που έρχεται και δεν είναι πάντα ορατό. 

Με το διαδίκτυο, εκδημοκρατίζεται ο χώρος της μουσικοκριτικής, όπως εκδημοκρατίζεται και η μουσική πράξη, με την έννοια ότι πλέον είναι πολύ ευκολότερο κάποιος να βγάλει ένα δίσκο ηχογραφώντας τον σπίτι του. Το μόνο αρνητικό στο φαινόμενο της έκρυθμης διαδικτυακής άνθισης είναι ότι δεν μπορούν πλέον να υπάρξουν έντυπα στα οποία εγώ να μπορώ να εργαστώ και να βιοποριστώ. Δεν είμαι όμως σαν τους βιομηχανικούς εργάτες της Αγγλίας του 19ου αιώνα. Δεν θα ανταγωνιστώ τις μηχανές επειδή μου τρώνε τη δουλειά. 



Στέλλα Βλαχογιάννη: 

«Η καλή κριτική αρθρώνει λόγο χωρίς ιαχές και φωνασκίες» 

Με την μουσικοκριτική ενεπλάκην τα πολύ τελευταία χρόνια. Είχε όμως προηγηθεί μια μακροχρόνια θητεία στην ενασχόληση με το ελληνικό τραγούδι, τους ανθρώπους του και την ιστορία του. Σταθμός υπήρξε το επί Άννας Βλαβιανού Δίφωνο, το οποίο είτε ως αρχισυντάκτρια είτε ως συνεργάτης με βοήθησε να επικεντρωθώ επαγγελματικά στη μεγάλη αγάπη μου που είναι το ελληνικό τραγούδι. Ανήκω στη γενιά (1980) που οι περισσότεροι από εμάς υπήρξαμε «εμπειρικοί», κατά βάση, κριτές του τραγουδιού. Οι παλαιότερες γενιές είχαν μουσικολόγους, μερικοί εκ των οποίων είχαν και ιδιαίτερο βάρος. Η μουσική εκπαίδευση, όταν υπάρχει, προσθέτει ένα κύρος αλλά φοβάμαι πως παράλληλα χάνεται στους τύπους και αφαιρεί το συναίσθημα που μπορεί να εκμαιεύει ένα τραγούδι. Εκείνο που απορρίπτω με αυστηρότητα είναι να ασκούν κριτική άνθρωποι που εμπλέκονται οι ίδιοι με το τραγούδι, είτε ως συνθέτες, είτε ως παραγωγοί προγραμμάτων και συναυλιών. 

Έχω κουραστεί να ακούω για καλές κριτικές όταν είναι θετικές και για θάψιμο όταν είναι αρνητικές. Οι λέξεις έχουν τη δική τους βαρύτητα και θα πρέπει να προσέχουμε όταν τις διατυπώνουμε. Το αντίθετο του καλή είναι κακή ή αρνητική και το αντίθετο του θαψίματος είναι το γλείψιμο. Ο χιαστί χειρισμός αυτών των εννοιών μόνον εκ του πονηρού είναι. Καλή θεωρώ την εμπεριστατωμένη κριτική· εκείνην που με επιχειρήματα αρθρώνει τον λόγο της χωρίς ιαχές και φωνασκίες. Επειδή είμαι λογοκρατούμενος άνθρωπος, δίνω την μέγιστη βαρύτητα στο στίχο. Άλλωστε, πιστεύω ότι ένα τραγούδι παλιώνει από τα λόγια του πρωτίστως. 

Όταν γράφω την γνώμη μου για μια δισκογραφική εργασία προσέχω πάντα να εντάσσω τον δίσκο στην ιστορική του στιγμή. Δηλαδή να δω σε ποιο κομμάτι του παζλ της ιστορίας του τραγουδιού προσεγγίζει. Το χώρο και το χρόνο του. Τις επιδράσεις ή τις καινοτομίες. Για να είμαστε σοβαροί η κριτική σήμερα γίνεται για τους ανθρώπους του χώρου. Ο καλλιτέχνης που τον αφορά, εάν είναι θετική θα την ανεμίζει στον αέρα διαφορετικά θα την ξεπετάξει με ένα «θάψιμο», το δε κοινό έχει ήδη… πάρει τον δίσκο του μουσικού, του τραγουδιστή καλύτερα, της αρεσκείας του. Δεν περιμένει να διαβάσει κανέναν. 

Γι’ αυτή τη ρημάδα την αξιοπιστία της γνώμης δεν καλλιέργησα ποτέ φιλίες με καλλιτέχνες. Φυσικά κι έχω τις συμπάθειές μου και τις «αντιπάθειές» μου με γνώμονα πάντα το προϊόν εργασίας ενός εκάστου. Η μεγαλύτερη παραχώρηση που μπορώ να κάνω σε καλλιτέχνη που αγαπώ είναι, όταν υποπίπτει σε φάουλ, να σωπάσω. Αναγκάζεσαι κάποια στιγμή να διαχωρίσεις το πρόσωπο από το έργο του, διαφορετικά πολύ λίγα πράγματα θα μείνουν όρθια και στη θέση τους. Με την έλευση του διαδικτύου ο καθένας πήρε από ένα πληκτρολόγιο. Δεν υπάρχει κανένας εκδημοκρατισμός στο διαδίκτυο σε κανέναν τομέα. Ασυδοσία, συχνά δε και αλητεία, κυκλοφορεί. Ο χρήστης καλείται να επιλέξει ποιους θεωρεί αξιόπιστους και ποιους όχι, πράγμα δύσκολο. 

Δεν βλέπω καμία διέξοδο στην κρίση της ελληνικής δισκογραφίας αφού ενεργή ελληνική βιομηχανία του δίσκου δεν έχουμε πια. Έτσι βλέπουμε τα νέα παιδιά με το όραμα του CD που δεν πουλάει τίποτα πλέον να παίρνουν τα βουνά και τις ραχούλες και να τραγουδάνε για να κάνουν γνωστή τη δουλειά τους και να βιοπορίζονται κιόλας. Εδώ έχει παίξει ρόλο και η υποβάθμιση των μουσικών ραδιοφώνων και ο τυφώνας play list. Κάποιοι βλέπουν το μέλλον στο Ίντερνετ αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πώς μπορεί να γίνει αυτό έτσι που οι καλλιτέχνες και να επικοινωνούν και να ζουν από τη δουλειά τους. Κι αυτά τα live πόσο θ’ αντέξουν πια; 



Αργύρης Ζήλος 

«Δεν μπορείς να γράφεις σαν δάσκαλος» 

Ξεκίνησα το ’74, σχεδόν τυχαία. Δούλευα στο Pop 11, το υπόγειο δισκοπωλείο των αδερφών Φαληρέα στη Σκουφά. Εκεί ήρθε ένας πελάτης ονόματι Πητ Κωνσταντέας. Κουβεντιάσαμε, ήταν φιλόμουσος και διαπίστωσε ότι παρακολουθούσα τις κυκλοφορίες της εποχής. Μου έδωσε μία λίστα με δίσκους για να του κάνω αντίγραφα από τη συλλογή μου· είχα σχεδόν τα πάντα απ’ όσα βινύλια αναζητούσε. Και μου μίλησε για ένα περιοδικό που είχε μόλις ανοίξει και δεν πήγαινε καλά· ήταν ο «Ήχος». Ο Κωνσταντέας είχε αναλάβει προσωρινά τη διεύθυνση του περιοδικού και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν να εισάγει μία στήλη μουσικοκριτικής. Την ανέθεσε σε μένα, κι έτσι ξεκίνησα. Και ένας άλλος αξιομνημόνευτος σταθμός της καριέρας μου ήταν πριν από ένα 8μηνο που έμεινα χωρίς δουλειά! 

Όταν ξεκίνησα η κριτική αφορούσε μόνο την κλασική μουσική. Σαν μπούσουλα είχα τα ξένα περιοδικά, το New Musical Express, το Melody Maker, το Rolling Stone λιγότερο, και το Wire αργότερα. Εκεί είδα πώς γράφεται μια κριτική, αλλά αυτό δεν με βοήθησε ιδιαίτερα. Συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι εκεί έγραφαν για καλλιτέχνες που την επόμενη εβδομάδα θα έπαιζαν στη γειτονιά τους. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ήταν ο Ηλίας Ανδριόπουλος και ο Γιώργος Νταλάρας. Δεν υπήρχε τότε εδώ η διεθνής μουσική που με ενδιέφερε, και έπρεπε να την αναζητήσω. 

Από μικρός είχα πάντα μία αγάπη για οτιδήποτε μουσικό. Ο μεγάλος αδερφός του πατέρα μου ήταν αντάρτης. Όταν γύρισε, έφερε έναν πάκο δίσκους από τη Σοβιετική Ένωση και τους μοίρασε στην οικογένεια. Αυτοί οι δίσκοι μαζί με κάποιους άλλους της μόδας με έφεραν σε μία κατάσταση όπου μέρα-νύχτα άκουγα με το ίδιο έντονο ενδιαφέρον την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν, την Caterina Valente, τη Συννεφιασμένη Κυριακή του Τσιτσάνη στην original εκδοχή. Στη συνέχεια, αν και απέκτησα βασικές γνώσεις μουσικής, το πρωταρχικό μου εφόδιο υπήρξαν τα προσωπικά ακούσματα και η αίσθηση της μουσικότητας. Και όλα αυτά τα χρόνια του απόλυτου δοσίματός μου στο ροκ, ήξερα ότι υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος που έχει άλλες αξίες, οι οποίες είναι ανώτερες επειδή απαιτούν μία πληρέστερη αντίληψη περί οργάνωσης της μουσικής. Μην τα μπερδεύουμε, δεν είναι όλοι Μπραμς και Μπετόβεν. Από την άλλη, δεν μπορούμε να έχουμε ως μέτρο σύγκρισης τον Μπραμς και τον Μπετόβεν. Πρέπει να συγκρίνουμε όμοια πράγματα. 

Προκειμένου ο αναγνώστης να αισθανθεί ότι η κριτική σου τον αφορά, πρέπει να τον πείσεις ότι τον αφορά και ο τρόπος που του απευθύνεσαι. Στην ποπ και στη ροκ μουσική, ο από καθέδρας λόγος αποτρέπει, ενοχλεί. Στα λαϊκογενή μουσικά είδη, γενικότερα, η έννοια μιας κοινότητας ανάμεσα στον γράφοντα και στον αναγνώστη οφείλει να επιδιωχθεί. Δεν μπορείς να γράφεις σαν δάσκαλος, δέχεσαι ότι ο αναγνώστης μπορεί να έχει περισσότερα ακούσματα από σένα. Οφείλεις δηλαδή να είσαι φιλικός χωρίς να κάνεις εκπτώσεις ως προς το τι πιστεύεις γι’ ότι παρουσιάζεις. 

Επίσης, πρέπει να έχεις μία σαφή εικόνα του καλλιτέχνη και του έργου του. Δε γίνεται να παρουσιάζεις το πέμπτο album ενός δημιουργού και να λες «καλός είναι, δεν τον ήξερα». Τέλος, χρειάζεται μία ευρύτητα ακουσμάτων. Εδώ και μισό αιώνα, από τότε που οι άγιοι Beatles έβγαλαν το Revolver, δεν υπάρχουν σαφή όρια ανάμεσα στο τι σημαίνει και τι δεν σημαίνει μουσικότητα. Μετά τους Beatles, ουδείς έχει δικαίωμα να μιλήσει περί συγκεκριμένης και απαραβίαστης μουσικότητας. Υπάρχουν απλώς διαφορετικές μουσικές κοινότητες: η κοινότητα του rock, του metal, του ρεμπέτικου. Ο κριτικός δεν πρέπει να χαϊδεύει τα αφτιά της εκάστοτε μουσικής κοινότητας. Αν το κάνει, δεν είναι κριτικός αλλά νεροκουβαλητής. 




Λιάνα Μαλανδρενιώτη 

«Το να κρίνεις προϋποθέτει την αρετή της ευθύνης» 

Το έναυσμα μου δόθηκε από την ενασχόληση μου στη δισκογραφική εταιρεία Musica Viva όπου περνούσαν από τα χέρια μου για πρώτη ακρόαση πολλά promo νέων συνθετών ή ερμηνευτών. Ευτυχώς, είχα την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία του διευθυντή της, Γιάννη Τζαμαλή, ενός από τους μεγαλύτερους γνώστες και συλλέκτες κλασικής δισκογραφίας στη χώρα μας. Το να έχω παίξει ρόλο στην έκδοση σημαντικών δίσκων το θεωρώ ως πρώτο και σπουδαίο σταθμό στην επαγγελματική μου πορεία. Στην ελεύθερη ραδιοφωνία εργάστηκα σε πολλά ραδιόφωνα, με σταθμό την πενταετή συνεργασία μου με τον Αντένα ως παραγωγός εκπομπών κλασικής μουσικής. Όμως, η υπογραφή μου ως κριτικός έγινε αναγνωρίσιμη από το Δίφωνο. Είχα την τύχη να με καλέσει ο Μιχάλης Κουμπιός και να ανήκω στην ομάδα των δημοσιογράφων που το έστησαν. Μάλιστα με τον Γιώργο Τσάμπρα προϋπήρξαμε και ως σύμβουλοι έκδοσης. Στα τεύχη του υπάρχουν οι καλές και οι κακές στιγμές μου, και παρόλο που για 23 χρόνια έχω την σελίδα των Μουσικών Προτάσεων στην εφημερίδα «Εποχή», στο Δίφωνο έχω αναφερθεί σε ό,τι καλύτερο έχει να παρουσιάσει η ελληνική και ξένη δισκογραφία. 

Αναμφίβολα, στη μουσικοκριτική είναι απαραίτητες οι βασικές μουσικές σπουδές, όμως τα ακούσματα που έχει στο ενεργητικό του ο μουσικοκριτικός είναι η προϋπόθεση για οποιαδήποτε κρίση. Εν τη συγκρίσει η κρίση. Είναι κάτι σαν τον πιλότο με τις ώρες πτήσης. Έστω και αν έχει τελειώσει με άριστα τη σχολή, μετράει το πόσες ώρες πτήσης έχει. Οι ώρες σοβαρής ακρόασης μετράνε στην κρίση σου. 

Η κριτική έχει δύο παραλήπτες, τον συνθέτη ή τον εκτελεστή από τη μια πλευρά και τους αναγνώστες από την άλλη. Ενώ γράφουμε για μουσική, απευθυνόμαστε σε αναγνώστες και όχι ακροατές. Έχοντας αυτό πάντα κατά νου καθώς και το αυτονόητο ότι η τέχνη αντιστοιχεί σε ορισμένη κοσμοθεώρηση, αυτό που λέμε «γούστο της εποχής» ή «ρεύμα», μοιράζομαι με τον αναγνώστη την ειλικρινή μου αναζήτηση κατά πόσο το έργο πέρα από τις επιρροές του περιβάλλοντος αποτελεί την προσωπικότερη και βαθύτερη έκφραση του δημιουργού του. Πρόκειται για ένα αγαθό που η επιβίωσή του στο μέλλον αλλά και η αποδοχή του πάρα τις παραλλαγές του γούστου, έγκειται στην ιδιαίτερη εσωτερική του πληρότητα Αυτό όσο αφορά τα σύγχρονα έργα. Στον αναγνώστη αναδεικνύω την αισθητική έκφραση ενός έργου ή μιας ερμηνείας και υπογραμμίζω πάντα τα θετικά στοιχεία. Το να κρίνεις προϋποθέτει την αρετή της ευθύνης αυτών που λες, δεδομένου ότι τα κριτήρια παραμένουν αφηρημένα, γενικά και ασαφή. 

Η αξιολογική πρόκριση συνδέεται με τη διαχείριση ενός πλούτου στοιχείων και απαιτεί ένα σύνθετο προβληματισμό. Τι πάει να πει καλή ή κακή κριτική ακόμα δεν ξέρω. Δεν έχω σταθεί αρνητικά απέναντι σε κανένα δημιουργό ή ερμηνευτή. Πρώτα από όλα σέβομαι το έργο και τις άπειρες ώρες μελέτης οποιουδήποτε. Σαν χαρακτήρας, δεν κολακεύω ποτέ τους φίλους μου. Η φιλία πολλές φορές με βοηθάει να κατανοήσω βαθύτερα τη δημιουργική στιγμή του φίλου μου. Σε καμία περίπτωση, όμως, αυτό δεν επιδρά στην κρίση μου. 

Τιμώ πάντα τη γνώμη του επαΐοντα, αυτού που με τον ένα ή άλλο τρόπο έχει προσεγγίσει ένα μουσικό έργο, ακόμα και μόνο μέσω της αγάπης και της ευαισθησίας. Ο βασιλικός δρόμος να προσεγγίσεις την τέχνη είναι η αγάπη σου γι αυτήν. Ο καθένας μπορεί να εκφράσει την γνώμη του για ένα έργο, να πει «μ' αρέσει» ή «δεν μ' αρέσει». Όμως, αυτό είναι πάντα σχετικό, εφόσον η γνώμη προϋποθέτει γνώση. 




Γιώργος Β. Μονεμβασίτης: 

«Η κριτική τέχνης είναι τέχνη· δεν διδάσκεται» 

Ο φίλος Γιάννης Πετρίδης με ...παρέσυρε το 1978, όταν άρχισε να εκδίδει το περιοδικό «Ποπ και Ροκ», και από τότε άρχισα να ...εκτίθεμαι. Οι τότε κριτικές παρεμβάσεις μου στα μουσικά δρώμενα είχαν τη γενική ονομασία «Η άλλη Μουσική». Σημαντικοί σταθμοί στην πορεία μου ήσαν η συνεργασία με το περιοδικό «ΤaR» που άρχισε το 1981, οι εκπομπές στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ (1982-2000) και ο ορισμός μου ως εντεταλμένος κριτικός μουσικής στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία». Υπηρέτησα τη θέση αυτή αδιαλείπτως από το 1984 έως το 1996. 

H τέχνη - και η κριτική τέχνης - είναι …τέχνη· δεν διδάσκεται. Εκείνο που διδάσκεται είναι η τεχνική. Δεν έχω μαθητεύσει σε κανένα Ωδείο, ωστόσο θεωρούμαι ως ένας αξιόπιστος κριτικός μουσικής. Έχω μελετήσει μόνος μου μουσική σε βάθος - έχω εμφανιστεί ακόμη και ως σολίστ κλασικής κιθάρας, όντας αυτοδίδακτος. Εκείνα που χρειάζεται η κριτική μουσικής, πέρα από το φυσικό χάρισμα, είναι γνώση, γνώση, γνώση - γενική και όχι ακαδημαϊκή - και μνήμη, αφού η κριτική βασίζεται κυρίως στη σύγκριση. Η τυπική μουσική εκπαίδευση μπορεί να προσθέσει γνώσεις, αν και συχνά σε λάθος κατεύθυνση, ενώ μπορεί να αφαιρέσει τον απαιτούμενο αυθορμητισμό στη διαδικασία προσέγγισης και αφομοίωσης ενός ακροάματος. 

Η κριτική μουσικής χωρίζεται σε δυο μεγάλες και αρκούντως διαφορετικές κατηγορίες: στην κριτική μιας μουσικής εκδήλωσης (συναυλίας, παράστασης όπερας, κ.ο.κ.) και στην κριτική ενός ηχογραφήματος. Οι διαφορές είναι ευδιάκριτες: η κυριότερη έγκειται στη δυνατότητα ή μη επανακρόασης. Εστιάζω στο πρώτο είδος κριτικής, μια και έχω ασχοληθεί με αυτό εκτενέστερα. Ως αναγνώστης, λοιπόν, επιθυμώ να καταλάβω τι έγινε σε μια μουσική εκδήλωση, όχι μόνο περιγραφικά αλλά ουσιαστικά. Αν από τις ερμηνείες τιμήθηκε ή προδόθηκε το πνεύμα των δημιουργών. Όταν πρόκειται για καινούρια ή σπάνια ερμηνευόμενα έργα, τότε θα μ’ άρεσε να γνωρίσω κάτι περισσότερο για αυτά. Ως συγγραφέας προσπαθώ να ικανοποιήσω τον αναγνώστη …εαυτό μου. Μια κριτική είναι «καλή» όταν προσεγγίζει και επεξεργάζεται το θέμα σωστά, με καλή διάθεση, χωρίς προκαταλήψεις και εμπάθεια. Όταν δεν βιάζει τη γλώσσα και δεν απαρνιέται την ποίηση και το χιούμορ. Όταν, ακόμη κι αν είναι αρνητική, η ανάγνωσή της προκαλεί εγκώμια. 

Είναι αυτονόητο ότι έχω αναθεωρήσει παλαιότερες κριτικές απόψεις μου. Είναι αναπόφευκτο, μια και με το πέρασμα του χρόνου και τον εμπλουτισμό των ακροαματικών εμπειριών διευρύνεται σημαντικά ο ορίζοντας των γνώσεων και της αντιληπτικότητας. Άλλωστε, ένα καινούριο έργο κακά ερμηνευμένο φαίνεται χειρότερο απ’ ότι πραγματικά είναι. Μια δεύτερη καλύτερη ερμηνεία του μπορεί να το αποκαταστήσει, στη αξιολογική διάθεση. Πάντως δεν έχει συμβεί η απόλυτη ανατροπή στην κρίση μου για κάποιο συγκεκριμένο έργο. Για ερμηνευτές ναι! 

Αδυναμία, το όνομά σου είναι …άνθρωπος - παραλλάσσω τα λόγια του δραματουργού. Όποιος ισχυρίζεται ότι δεν επηρεάζεται από προσωπικές γνωριμίες, σχέσεις κλπ. μάλλον ψεύδεται. Προσπαθώ, ωστόσο, στο μέτρο του δυνατού, οι εκφράσεις μου να μην ισχυροποιούν αλλά και να μην αποδυναμώνουν το εισπραττόμενο ακροαματικό προϊόν, ανάλογα με συμπάθειες και αντιπάθειες. 

Το διαδίκτυο είναι συνάμα ευλογία και εφιάλτης. Ο καθένας μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα και να δημοσιοποιεί τις απόψεις του. Οι αναγνώστες και ο χρόνος θα κρίνουν τον κρίνοντα. Δυστυχώς, το ανιστόρητο, η ημιμάθεια και η ανευθυνότητα υπερέχουν. Έχει και τα καλά του το διαδίκτυο. Τα κείμενα μπορούν να είναι εσαεί αμέσως προσβάσιμα. Και έχει εκλείψει η δυνατότητα λογοκρισίας «λόγω ελλείψεως χώρου» - σε έντυπη μορφή έχω και εγώ υποστεί τις συνέπειές της! 




Γιώργος Ε. Παπαδάκης: 

«Για να υπάρξει κριτική απαιτείται απόλυτη ελευθερία έκφρασης» 

Όσες φορές χρειάστηκε να γίνει μια ικανοποιητική προσέγγιση της έννοιας «μουσική κριτική», είχα την αίσθηση πως αυτή έννοια όχι μόνο δεν προσφέρεται να τη συλλάβει κανείς με κάποια σχετική ευκολία, αλλά αντίθετα, γλιστρά σαν χέλι. Και άλλες έννοιες αποκτούν συχνά και άλλες, πλην της αρχικής των, σημασίες γι’ αυτό και εδώ είναι απαραίτητο να έχουμε κατά νουν την αρχική σημασία της κριτικής. Το λεξικό π.χ. της Οξφόρδης ορίζει τον κριτικό ως κάποιον που εκφέρει κρίσεις, γνώμες. Είναι ένας «επικριτής», κάποιος που βρίσκει σφάλματα, ελαττώματα, ένας «γκρινιάρης», μεμψίμοιρος, λεπτολόγος. Είναι ακόμα αυτός που έχει αναπτύξει την ικανότητα να κρίνει την ποιότητα και την αξία καλλιτεχνικών έργων. 

Γενικά μιλώντας, η κριτική είναι μια ικανότητα του ανθρώπου να διατυπώνει κατά το δυνατόν ορθές και αντικειμενικές κρίσεις σε όλες τις εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής. Συγγενείς έννοιες είναι η εκτίμηση, η αξιολόγηση, η αιτιολογημένη κρίση, η αποτίμηση. Στόχος της κριτικής είναι η αναζήτηση της αλήθειας, η επισήμανση και διάκριση του εκάστοτε «σωστού» από το λαθεμένο, του ωραίου από το άσχημο και εν τέλει της τόσο ακριβής γνώσης του καλού και του κακού· ας θυμηθούμε το λόγο για τον οποίο εκδιώχθηκαν από τον παράδεισο οι πρωτόπλαστοι. 

Για να υπάρξει κριτική, σαν αυτόνομη πνευματική εκδήλωση, πρώτη και απαραίτητη προϋπόθεση είναι η απόλυτη ελευθερία στην έκφραση. Πολλές φορές έχω εντοπίσει σε κείμενα κριτικών ένα πνεύμα που υποβόσκει αλλά δεν εκφράζεται καθαρά. Πολλοί κριτικοί διστάζουν να πουν τη γνώμη τους, γιατί τι θα γίνει αν συναντηθούν σε μία κοινωνική εκδήλωση με τον κρινόμενο; Θα ντρέπονται. Ύστερα χρειάζεται τιμιότητα στις προθέσεις και σοβαρότητα στις απόψεις. Την αναγκαιότητα της κριτικής έχει επιβάλει η ζωή. Ο κριτικός έλεγχος βοηθά την τέχνη, παρά τις δικαιολογημένες αντιρρήσεις πολλών καλλιτεχνών, όπως βοηθά να βελτιώνεται η κοινωνική και πολιτική ζωή καθώς και να προχωρεί η επιστήμη. 

Υπάρχουν ωστόσο, ορισμένα λεπτά και ευαίσθητα σημεία που οι ορισμοί αφήνουν ανοικτά προς συζήτηση. Για την όποια αποτίμηση τόσο της ποιότητας όσο και της αξίας, των καλλιτεχνικών έργων, δεν υπάρχουν απόλυτα, σταθερά και γενικής χρήσεως μέτρα. Με το έργο τέχνης ο δημιουργός υποτίθεται πως αποκαλύπτει τον πνευματικό του εαυτό και, όπως έχει δείξει πολλές φορές η πραγματικότητα, η αποτίμηση ή οι ορθές κρίσεις μπορεί να έρθουν πολύ αργότερα μες στο χρόνο. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα πως ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ δεν αξιώθηκε, όσο ζούσε, να εκτιμηθεί ως σπουδαίος δημιουργός κι ακόμα τι υποδοχή επεφύλαξε η κριτική στον Ιγκόρ Στραβίνσκυ και σε τόσους άλλους πρωτοπόρους μουσικούς. 

Ίσως αυτός μεταξύ άλλων είναι και ο λόγος για τον οποία δεν έχει επιχειρηθεί μέχρι τώρα μια ευρεία και περιεκτική καταγραφή της ιστορίας της μουσικής κριτικής. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μια ατέλειωτη έρευνα βιβλίων, δοκιμίων, προλόγων, περιοδικών, εφημερίδων και πάσης φύσεως σχετικών δημοσιευμάτων. Ας έχουμε επιπλέον υπ’ όψη μας πως η κοινή μνήμη, που επηρεάζεται τόσο πολύ από τις ιδιοτροπίες και τα καπρίτσια των ιστορικών και των βιογράφων, είναι σε μεγάλο βαθμό επιλεκτική. Αν κάποιος κριτικός μιλά με την κοινή λογική, τότε η γνώμη του εύκολα γίνεται κοινός τόπος και γενικό πλαίσιο διαμόρφωσης ακόμα και μελλοντικών κρίσεων και ουδείς σκέφτεται να χρεώσει τις μελλοντικές αυτές κρίσεις στον αρχικό «υπαίτιο». Ενώ αντίθετα αν οι κρίσεις του δεν ακολουθούν την κοινή, τρέχουσα λογική τότε θεωρείται πως εκφράζει εντελώς προσωπικές - και άρα λιγότερο αντικειμενικές - απόψεις. 



Φώντας Τρούσας: 

«Άνευ διαβάσματος δεν πάει κανείς πουθενά» 

Η μουσικοκριτική είναι ένα υποσύνολο της κριτικής και η κριτική είναι μια διαδικασία της ανθρώπινης σκέψης. Άρα κριτική ασκεί ο καθείς - ο καθείς που μπορεί να σκέφτεται δηλαδή, καθότι υπάρχουν και ορισμένοι που δεν σκέφτονται, είτε γιατί δεν θέλουν, είτε γιατί βαριούνται, είτε γιατί δεν μπορούν. Προϋπόθεση για να σκέφτεται κάποιος και περαιτέρω να κρίνει - έχοντας συγχρόνως την απαίτηση να τον λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τους οι άλλοι - είναι η ευρύτερη κουλτούρα και βασικά η μελέτη. Άνευ διαβάσματος (όχι από παπά…) δεν πάει κανείς πουθενά. 

Η κριτική έχει να κάνει με την Αισθητική, που είναι κομμάτι της Φιλοσοφίας, αλλά έχει να κάνει και με την Κοινωνία, τουλάχιστον από την εποχή τού Saint-Simon και μετά. Συνεπώς, η κριτική δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στα αισθητικά θέματα, αλλά να επιδιώκει να αναδείξει και τις κοινωνικές διαστάσεις του έργου Τέχνης. 

Η μουσικοκριτική/δισκοκριτική διαφέρει από την κριτική κινηματογράφου, λογοτεχνίας ή θεάτρου στο εξής. Ένα μουσικό έργο χωρίς λόγια μπορεί να μοιάζει με μια ταινία και να αντιμετωπίζεται ως «ολότητα», αλλά ένας δίσκος με τραγούδια αποτελείται συχνά από διαφορετικές «ολότητες». Προσωπικά, τους δίσκους με τραγούδια τούς αντιμετωπίζω τις περισσότερες φορές ως «ξεχωριστά τραγούδια» και όχι ως «δίσκους», επειδή υπάρχει ποικιλία ακουσμάτων/ηχοχρωμάτων, όπως και θεμάτων. Βεβαίως, υπάρχουν και τα λεγόμενα concept albums, αλλά αυτά ήταν και παραμένουν μειοψηφία στη δισκογραφία. Σε κάθε περίπτωση σημασία έχει να αναδεικνύεται από τον κριτικό το «όλον» και όχι το επιμέρους. Τι να τον κάνεις έναν καλό τραγουδιστή, όταν ερμηνεύει ένα κακό τραγούδι; Τι νόημα έχει να εκφράζεις «σωστές» κοινωνικοπολιτικές θέσεις, όταν το τραγούδι σου είναι κακοφτιαγμένο; Πρέπει όλα να δουλεύουν ρολόι, για να αποκτά πλήρες νόημα ένα έργο Τέχνης. Στην αντίθετη περίπτωση, μπαίνουμε στα δύσκολα. Ο κριτικός αρχίζει να γκρινιάζει (όταν γκρινιάζει), ο καλλιτέχνης αντιδρά (όταν αντιδρά) και τα υπόλοιπα είναι γνωστά… 

Η ουσία είναι πως η κριτική σε κάθε περίπτωση αφορά το έργο Τέχνης και τον καλλιτέχνη, και όχι το αναγνωστικό κοινό, το οποίο από σπόντα και συνεκδοχικώς διαβάζει την κριτική, λαμβάνοντάς την υπ’ όψιν του ή όχι. Σκοπός της κριτικής, δηλαδή, δεν είναι να στείλει περισσότερους αναγνώστες στα δισκάδικα ή τους κινηματογράφους για ν’ αγοράσουν ένα δίσκο ή να δουν μια ταινία, όπως νομίζουν ορισμένοι και όπως καταντά συχνά η κριτική. Σκοπός της κριτικής είναι να αναδείξει ένα έργο Τέχνης που κατά τον κριτικό αξίζει να αναδειχθεί, και να σταθεί απέναντι σ’ ένα άλλο που, πάλι κατά τον κριτικό, είναι για τα μπάζα. 

Συχνά γίνεται λόγος για την «κρίση στη δισκογραφία» και τα συναφή. Δεν το δέχομαι. Οι κρίσεις επειδή είναι μόνιμα φαινόμενα είναι ταυτοχρόνως και άνευ ουσιαστικής σημασίας. Εκτός αν ορισμένοι συγχέουν για τους δικούς τους ταπεινούς λόγους την προφανή κρίση στο οικονομικό κομμάτι της δισκογραφίας με την ανύπαρκτη κρίση δημιουργίας. Και το ’80 και το ’90 και το ’00 διάβαζα παντού για κρίση. Κρίση δεν υφίσταται. Τραγούδια γράφονται, δίσκοι βγαίνουν ή «ανεβαίνουν», την παραγωγή εξακολουθούμε να τη γνωρίζουμε σ’ ένα πενιχρό μόνον ποσοστό της. 

Παρότι φροντίζω να μην έχω πολλά-πολλά με τους καλλιτέχνες, το έργο των οποίων κρίνω - γι’ αυτό το λόγο αποφεύγω και τις συνεντεύξεις -, δεν έχω τη γνώμη πως ο κριτικός πρέπει να μοιάζει με «ασκητή». Οφείλει πάντως να είναι προσεκτικός και να προβλέπει/αποφεύγει τις κακοτοπιές. Γενικά, το επάγγελμα, το οποίο διέρχεται τη δική του υπαρκτή και πολυποίκιλη κρίση, έχει κάποιους «εσωτερικούς» κανόνες, οι οποίοι συνήθως καταπατούνται από τους ίδιους τους κριτικούς. 




Γιώργος Π. Τσάμπρας 

«Ήταν εμμονή μου να μην έχω προσωπικές σχέσεις με κρινόμενους» 

Ξεκίνησα να γράφω δισκοκριτικές στα 18 μου χρόνια, το 1982. Έτσι κι αλλιώς, μ’ άρεσε από μικρός το τραγούδι. Όπως επίσης και το να λέω τη δική μου αλήθεια, έστω και με τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ «ο τρελός του χωριού». Στην αρχή, μ’ άρεσε πολύ να βλέπω δημοσιευμένα αυτά που έγραφα. Μετά από καιρό απέκτησα την ωριμότητα να σκέφτομαι αν η δική μου αλήθεια, υπάρχει κάποιος λόγος να απασχολεί έναν αναγνώστη. Πολύ περισσότερο, όταν πάντα διατηρούσα το δικαίωμα να αλλάζω τη δική μου αλήθεια. Θυμάμαι, όταν είχε βγει η «Νυχτερινή εκπομπή» της Αφροδίτης Μάνου, μένοντας μόνο στο εξωτερικό ηχητικό περίβλημα, την είχα κατακεραυνώσει για τη σύμπλευσή της με τον ποπ ήχο της εποχής εκείνης. Πολύ σύντομα, αγάπησα πολύ τον τρόπο της Μάνου, αλλά τα γραπτά μένουν. Θα ‘χω κάνει κι άλλα τέτοια, δεν μπορεί. Από την άλλη μεριά, και σήμερα ακόμα όταν διαβάζω παλιές μου σκέψεις βρίσκω ζητήματα ή απόψεις για δίσκους που με απασχολούν πάντα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Δεν υπάρχει κανόνας τελικά. 

Ό,τι θυμάμαι πιο άσχημα από τα χρόνια που άσκησα επαγγελματικά το άθλημα είναι ότι έπρεπε να γράψω κάτι για δίσκους που δεν ήθελα να πω τίποτα ή μόλις προλάβαινα να ακούσω. Ήθελα πάντα να υπάρχει μια πιο χαλαρή σχέση ανάμεσα στην ακρόαση και στο χρόνο. Αλλά εκείνο που μ’ έδιωξε οριστικά, ήταν η γνώση που απέκτησα με τα χρόνια ότι δεν μπορούσα να πείσω κανέναν για τις καλές μου προθέσεις. Ήταν, ας πούμε, μια εμμονή μου για χρόνια, να μην έχω προσωπικές σχέσεις με κρινόμενους. Την ίδια στιγμή, έβλεπα συχνά δίπλα μου - ακόμα και στα ίδια έντυπα - να γράφονται «κριτικές» σε καλλιτέχνες ακόμα κι από παραγωγούς των δραστηριοτήτων τους, από ανθρώπους που σαφώς χρησιμοποιούσαν αυτό το βήμα για να αποκτήσουν εξουσία ως παράγοντες, από ανθρώπους με δεδομένες εμμονές και εμπάθειες. 

Δε θέλω να πω ότι όλος ο χώρος είναι έτσι. Αλλά μ’ ενοχλούσε πάντα πολύ η διαδικασία να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Πολύ περισσότερο που έβλεπα ότι μ’ αυτές τις παρασπονδίες, γενικότερα ο χώρος της δισκοκριτικής, σπάνια κέρδιζε την εγκυρότητα που του αναλογούσε. Δοκίμασα για ένα διάστημα να οργανώσω κάποιες συζητήσεις γύρω από την τρέχουσα δισκογραφία (οι «Συνακροάσεις» στο «Δίφωνο»). Μ’ άρεσε, ήταν όμως πολύ κουραστικό και επιπλέον μη φανταστείτε ότι είχε και την απόλυτη αποδοχή των «παραγόντων» που ήθελαν «στήλες» πιο ελεγχόμενες ή ακόμα και πιο ανυπόληπτες - άρα και εύκολα βαλλόμενες. Αλλά εδώ και 20 χρόνια σχεδόν, έχω αρνηθεί πολλές φορές να υπογράψω «δισκοκριτική» με την κλασσική έννοια. Προτιμώ να συζητάω με τους φίλους μου ή με ραδιοφωνικούς ακροατές. Και - όσο μού δίνεται επαγγελματικά η δυνατότητα - να ψάχνω στοιχεία χρήσιμα σε επίπεδο έρευνας για το ελληνικό τραγούδι. 

Τώρα με το διαδίκτυο, ο χώρος έχει γίνει πολύ περισσότερος, τα κείμενα πολύ μεγαλύτερα και οι άνθρωποι που ασχολούνται κάνουν κυρίως το «χόμπυ» τους. Όλα αυτά σαφώς και έχουν τις παρενέργειές τους. Δεν έχω βέβαια άμεση σχέση - δε μου το έχει ζητήσει κανείς με συνθήκες στοιχειωδώς επαγγελματικές - και δεν ξέρω πως λειτουργούν «εσωτερικά». Έχω ξεχωρίσει, ωστόσο, υπογραφές (π.χ. Αρναουτάκης, Γιώγλου) και αναφορές που δείχνουν σοβαρή ενασχόληση και σημαντικό υπόβαθρο σε επίπεδο έρευνας. Σε επίπεδο «κριτικής» άποψης όμως, νοιώθω και πάλι ότι τα πράγματα κινούνται πάντα περισσότερο με γνώμονα τις «δημόσιες σχέσεις» του «μέσου» ή του γράφοντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: