Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Για τον "Καθαρό Ουρανό" του Γιώργου Σταυριανού



Ο "Καθαρός Ουρανός" του Γιώργου Σταυριανού


«Ποιος θα περίμενε ποτέ να βρεθεί σ’ ένα δρόμο που να ονομάζεται ‘οδός της ερημιάς μου’;»

Θες, δε θες, τα βασικά των ελλήνων συνθετών τα μαθαίνεις. Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Σαββόπουλος, Μαρκόπουλος, Ξαρχάκος, Μικρούτσικος, Μούτσης, Λεοντής, Λοΐζος, δεν υπάρχει οδός διαφυγής από αυτούς. Θες, δε θες, σε πιάνουν και τα σκάγια: τραγουδοποιοί, στιχουργοί, συγκροτήματα, μεγάλοι ερμηνευτές, η ποίηση στο τραγούδι. Ο Γιώργος Σταυριανός ήταν και είναι μία παρέκκλιση, με την έννοια ότι το έργο του και η συνεισφορά του στο ελληνικό τραγούδι είναι αντιστρόφως ανάλογα προς την αναγνωρισιμότητά του, αλλά και με την έννοια ότι ποτέ και πουθενά δεν στάθηκε δυνατό να ενταχθεί το έργο του κάπου, σε μια ταμπέλα, έστω, σε μία αναδρομή, σε μία κατηγορία. Το ακόλουθο σεντόνι μπορεί να εκληφθεί και ως σιωπηλή διαμαρτυρία γι’ αυτή την αποσιώπηση, αλλά και ως ένα μικρό «ευχαριστώ». Αφορμή, ένας σταθμός από την πολύπλευρη δισκογραφία του.


Βρισκόμαστε στο 1993. Η δεκαετία του ’90 έχει βγει πλέον για τα καλά στο δρόμο, με τον χαρακτηριστικό ήχο των τραγουδοποιών, με την επέλαση των έθνικ πινελιών, με το de facto τέλος των μεγάλων αφηγήσεων και των συνεκτικών έργων. Στην εργογραφία του Σταυριανού έχει προηγηθεί η επιβλητική «Έρημη πόλη», οι οργιαστικής μελωδικότητας "Δέκα παιδικοί καημοί", οι λυρικοί «Φόβοι του μεσημεριού» αλλά και ο πρόσφατος (1990) «Άνεμος είναι». Μέσα στη δίνη της έκρηξης του «έντεχνου», ο «Καθαρός ουρανός» εμφανίζεται τότε ως απλώς ένας ακόμα δίσκος της εποχής. Δύο δεκαετίες μετά, ακούγεται απολύτως σύγχρονος και καινοτόμος, ως προς το μελωδικό πλούτο, την ερμηνευτική αρτιότητα (ένας στιβαρός Κώστας Μάντζιος, μία εύθραυστη Ισιδώρα Σιδέρη) και το στιχουργικό συναίσθημα που αναβλύζει με ένταση. Ναι, είναι αντιπροσωπευτικός της εποχής του και του μουσικού σώματος που ανήκει, αλλά και όχι, ξεφεύγει απ' όλα αυτά, διεκδικεί επίμονα τη μοναδικότητά του. Και όσο απομακρυνόμαστε από την ημερομηνία γέννησης του «Καθαρού ουρανού», τόσο περισσότερο βιώνεται η έκπληξη, το απρόσμενο που παραμονεύει στις ατόφιες και απολύτως κινηματογραφικές, λυρικές μελωδίες του Σταυριανού. Αυτό δεν σημαίνει να κατακτά κάποιος και κάτι τη διαχρονικότητα; 

Στην ενορχήστρωση βρίσκεται ο Γιάννης Παπαζαχαριάκης και στον ήχο ο Κώστας Παρίσης. Η ορχήστρα έχει Τσιαμούλη στο ούτι, Ιωάννου στο πιάνο, Σαρικό στα ντραμς, Μεταλλίδη και Μποτίνη στο μπάσο, Βοριά στο βιολί, Παπαγιάννη στο όμποε, Λέκκα στο σαξόφωνο, Μαριολά στο μπουζούκι, και Παπαζαχαριάκη στις κιθάρες. Ιστορία ολόκληρη είναι ο καθένας από τους σολίστες, ιστορία είναι και αυτό που γράφει ο Παπαζαχαριάκης στο ελληνικό τραγούδι με την ενορχηστρωτική του σχολή.

Αλλά τι ακριβώς συμβαίνει εδώ; Έχουμε και λέμε: 
1. Στα ξανθά σου μαλλιά
Ύμνος στη νιότη και στον έρωτα, τόσο υγιής, τόσο φιλοσοφημένος και τόσο μελαγχολικός που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς χώρεσαν τόσες αντιφατικές καταστάσεις σε ένα τραγούδι. Ο Τσιαμούλης κλαίει ή γελάει; Θυμάται ή ξεχνά; Θα σας γελάσω. «Πως περνά σα γιορτή / που τη βρίσκει ο ήλιος το ξημέρωμα». Στιγμή χαράς και δικαίωσης, σαν ανοίγεις τα μάτια σου στο πρώτο φως της μέρας, πλάι στη θάλασσα, πάντα, με μία αγαπημένη μορφή πλάι σου, πάντα. «Πάντα», δηλαδή μία μόνο φορά, γιατί μια φορά είναι η ευτυχία· δύο ίσον καμία. Ο Αργύρης Μπακιρτζής έχει πει την ατάκα την τελευταία, και τον πιστεύω.

2. Καθαρός ουρανός
http://www.youtube.com/watch?v=oag5eId2Kyg

Δεν είναι τραγούδι, είναι προσευχή. Προσευχή προς τον ουρανό και τον αντικατοπτρισμό του πάνω σου. Ή μήπως είναι ο δικός σου αντικατοπτρισμός πάνω του; «Βαθύς και σιωπηλός / τρέχει ολοταχώς / μας κουβαλάει και πίσω δε γυρνάει». Τι στο καλό είναι αυτό, το φως, ή μήπως ο θάνατος; Η αντίφαση της ύπαρξης υπενθυμίζεται ξανά, όπως στα ιερά βιβλία των λαών. Είπαμε, προσευχή έχουμε εδώ, όχι τραγούδι, και η μαμά της Ελεονόρας Ζουγανέλη ψιθυρίζει το «πιστεύω» ενός ανοιχτού δρόμου και ενός καθαρού ουρανού.

3. Ζεις πια μακρυά μου
Η φράση «και η αγάπη γίνεται σιωπή / σαν μια στιγμή παθητική» είναι το κλειδί του τραγουδιού. Συμπυκνώνει το αίσθημα του τέλους με τρόπο συγκλονιστικό, ως προς την ακρίβεια του. Το επίθετο «παθητική» ακούγεται περίεργα, το αυτί κλωτσάει, δεν το έχει ξανακούσει αλλά νοιώθει ότι του θυμίζει ακριβώς τις στιγμές του χωρισμού και του αποχαιρετισμού. Η Ισιδώρα Σιδέρη καταθέτει όχι την ερμηνεία αλλά την ανάσα της· δεν χρειάζεται να τραγουδήσει, απλά υπονοεί και αναπνέει. Την κινηματογραφική εισαγωγή διαδέχεται μία τρυφερή μελωδική γραμμή που κορυφώνεται ως σιωπή, ως έλλειψη, ως μη εκπλήρωση. Το ούτι του Τσιαμούλη σπάει αυτή τη σιωπή, απλά και μόνο για να την επικυρώσει. Ένα τραγούδι - αριστούργημα, κι αν δεν σου σηκωθεί η τρίχα κάγκελο ακούγοντάς το, να πας να κοιταχτείς.

4. Ώρες μου χρωματιστές
Τι κι αν έγινε το «σουξέ» του δίσκου; Μιλάμε για έναν τέτοιο ασύλληπτο δίσκο που είκοσι χρόνια μετά, το «σουξέ» γίνεται απλώς ένα τραγούδι μέσα στα υπόλοιπα. Ο Κώστας Μάντζιος κερδίζει ένα επιστέγασμα αναγνωρισιμότητας και δημοφιλίας για την καριέρα και τη θαυμάσια φωνή του, ο δίσκος κερδίζει το εμπορικό του σημείο αναφοράς, εμείς κερδίζουμε μία απολύτως διακριτή μελωδία, και μάλλον αυτά είναι όλα. Μια ανάμνηση του τραγουδιού, ως προς τη μελωδική του γραμμή, συναντάται εφτά χρόνια μετά στο «Η αγάπη αν είναι αυτό» του Νίκου Ζιώγαλα. Πάμε, όμως, παρακάτω γιατί…

5. Όλη η ζωή μας
…εδώ έχουμε ένα από τα πιο συγκλονιστικά, όσο και ιδιόμορφα, δημιουργήματα της ελληνικής τραγουδοποιίας. Ο στίχος «περάσαμε Μονεμβασιά και πιάσαμε την Πύλο» παραπέμπει σε μία ατέλειωτη εκδρομή που κρατάει χρόνια, φυσικά ξεκινώντας από την Εκδρομή του Ελευθερίου και του Γκαϊφύλλια, περνώντας στο Τρένο για την Κατερίνη, ξανά του Ελευθερίου, και καταλήγοντας στο αστικό λεωφορείο από το Ψες το βράδυ των Χειμερινών Κολυμβητών. Περισσότερο όμως, το τραγούδι μου θυμίζει την Επιστροφή της Αθηναϊκής Κομπανίας, ως προς τη ροή του δρόμου, τα χιλιόμετρα που φεύγουν κι έρχονται. Εδώ δεν έχουμε επιστροφή αλλά πορεία, ατέλειωτη πορεία προς και από τη μοναξιά. «Όλη η ζωή μας μια σταλιά / στου φεγγαριού το μύλο / γυρίζει και φεγγοβολά/ και γίνεται ουρανός». Η κατά Σταυριανό διαλεκτική κίνηση και μεταβολή των πάντων εμφανίζεται ξανά, με μία ασύλληπτη ισχύ εικόνων και αισθημάτων.

6. Ξημέρωμα στο Ρέθυμνο 
Ορχηστρική εισαγωγή στο Ρέθυμνο· αφετηρία, προσδεθείτε, και υπομονή μέχρι την έκρηξη της επιστροφής (βλ. #11). Ξημέρωμα στο Ρέθυμνο, ή μήπως στις Βρυξέλλες και σε ένα μικρό συννεφιασμένο καφέ; Ανοίγεις την πόρτα, βγαίνεις έξω, η πόλη αρχίζει να τίθεται σε λειτουργία και να βάζει τάξη στη νυχτερινή της παραφωνία. Μαζί της, προσπαθείς να βάλεις τάξη κι εσύ, στα δικά σου παράφωνα. Το βαλς των χαμένων προσδοκιών; Ή μήπως το βαλς της καινούργιας ημέρας; Εσείς διαλέγετε τον τίτλο, ο Σταυριανός το ρυθμό και τη χειμαρρώδη ροή του συναισθήματος. 

7. Μου ’πες πως θα με βρεις 
Φτάσαμε στα μέσα της διαδρομής του δίσκου, καιρός για ένα μικρό διάλειμμα και μία υπενθύμιση των περασμένων υποσχέσεων. Ευχάριστο αλλά όχι ιδιαίτερα περιπετειώδες άκουσμα, με κυρίαρχη τη διάψευση και το παράπονο των στίχων. 

8. Τα παιδιά
Ένα τραγούδι που παραπέμπει στον Χατζιδάκι, και με το οποίο ο Σταυριανός συνειδητά ή ασυνείδητα εκπληρώνει το χρέος του απέναντι στον ομότεχνό του. Παράλληλα, λύνει και τους λογαριασμούς του συνολικότερα με το παρελθόν, και με τον πατέρα του, και με τα παραμύθια, και με όλο το στοιχειωμένο σύμπαν της παιδικής του ηλικίας. Σε αυτό το πεδίο του βασανιστικά προσωπικού, ο σχολιαστής παίρνει τα μπογαλάκια του και φεύγει, σκύβοντας με σεβασμό το κεφάλι του στον τρόπο με το οποίο ο καλλιτέχνης μεταλλάσσει αυτό το βασανιστικά προσωπικό σε κοινό αίτημα και μνήμη. 

9. Η χθεσινή ημέρα
Έντονα θεατρικό τραγούδι, με μία αναγεννησιακή αύρα. Σκέφτομαι ένα παράθυρο να ανοίγει σε ένα βρώμικο στενό της Γένοβας, και ξάφνου να φωτίζεται όλη η πόλη. Εκεί που σταματά το τραγούδι, συνεχίζει και υπονοείται η πιο τρελή ταραντέλα και ο σφοδρότατα παθιασμένος έρωτας. Τραγούδι φωτεινό και θερινό, με αποχρώσεις από Βιβάλντι και μία έντονη αίσθηση γαλήνης και καθαρότητας. Τίποτε το περιττό, τίποτε το επαναλαμβανόμενο. Αλλά και τίποτε που θα ήταν το ίδιο, δίχως τη φωνή της Ισιδώρας Σιδέρη· σε μια μικρή στιγμούλα, η φωνή κομπιάζει, δεν βγαίνει σαν ερμηνεία, βραχνιάζει, βραχυκυκλώνει· ευτυχώς! Καλοκαίρι και χθεσινή ημέρα, γιορτή και λυγμός, ξανά και ξανά η διαλεκτική των αντιθέσεων του Σταυριανού που δεν λέει να εγκαταλείψει το δίσκο. «Μακριά πολύ μακριά μου / το καλοκαίρι εκείνο το ζεστό / μοιάζει με τα όνειρά μου / της νιότης παραλήρημα / κι αυτό». Η ξεκούραση του παραληρηματικού, που λίγο μόνο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη διονυσιακή γιορτή τραβά. Δόξα δεν υπάρχει, το ξέρετε ήδη αυτό.

10. Έλα απόψε 
Εξίσου σύντομο τραγούδι, σαν μία δήλωση, σαν ορθός-κοφτός ισχυρισμός. Δεν χρειάζονται και πολλά, εξάλλου, σαν μιλάει το μαντολίνο του Παπαζαχαριάκη πλάι στη φωνή του Μάντζιου. Το μαντολίνο μαρτυρά παιχνιδίσματα σε νυχτερινά δρομάκια, και προσκλήσεις προς ανεκπλήρωτους έρωτες. «Ποτάμι αφρισμένο / η νιότη που κυλά / αγόρι μεθυσμένο / την πόρτα σου χτυπά / έλα απόψε / για να πάρει η νύχτα φωτιά / δεν θα φύγω / προτού σου κλέψω την καρδιά». Αυτή είναι η διαολεμένη στιχουργική απλότητα του Σταυριανού που λέει λίγα, λέει τα βασικά και συνάμα τα λέει όλα. Όμως, πάνω απ’ όλα αντηχεί το μαντολίνο.

11. Επιστροφή στο Ρέθυμνο
Παβλωφική η αντίδραση. Ακούς το τραγούδι, θολώνει η ματιά, το ξανακούς, ξαναθολώνει, και άμα λάχει, περνάς και μία νύχτα ολάκερη ακούγοντας και θολώνοντας. Τέλος πάντων, αυτό το τραγούδι για να εκτιμηθεί δεόντως ίσως απαιτεί χιλιάδες χιλιόμετρα στην πλάτη σου, ίσως απαιτεί να έχεις «αλλάξει τις πόλεις πιο συχνά κι από τα πουκάμισα», που λέει σε ένα ποίημα κι ο Μπρεχτ. Ίσως απαιτεί να έχεις γευτεί από την καλή κι από την ανάποδη αυτό το πανέμορφο τέρας που λέγεται Βόρεια Ευρώπη. Ίσως, πάλι, και όχι. «Σε λίγο είχες χαθεί». Η απώλεια ίδια είναι, σε όποιο σημείο του χάρτη κι αν βιώνεται. Στο τραγούδι, τα ονόματα των πόλεων αλλάζουν καταιγιστικά, αλλά δεν είναι υποχρεωτική η μνημόνευσή τους. Εσείς βάλτε τα δικά σας ονόματα, τις δικές σας πόλεις και τα σώματα των δικών σας ανθρώπων. Γάνδη, Αμβέρσα, Κοπεγχάγη, Άμστερνταμ, συμπλήρωσε εσύ ό,τι λείπει, αλλά μην περιμένεις να κερδίσεις τίποτα. Μόνο χασούρα έχουν αυτές οι λέξεις κι αυτά τα ονόματα, τη χασούρα της περασμένης σου ζωής, του χρόνου που έφυγε και που δεν ξαναγυρνά, και τη φθορά της ίδιας σου της απουσίας. Το Ρέθυμνο θα το ακούσετε, αλλά μάλλον δεν υπάρχει στο τραγούδι· μην παρασυρθείτε από το άκουσμά του, λοιπόν. Υπάρχει μόνο το ταξίδι, και το Ρέθυμνο υπάρχει μόνο ως αφετηρία και ως τερματισμός. Θα ήθελα πάντως μια μέρα να πάω στα Ανώγεια, στο χωριό της γιαγιάς μου και των άλλων Καλλέργηδων - τσαμπουκαλεμένοι και εξεγερμένοι όλοι τους, όχι σκατο-δωσίλογοι -, και θα ήθελα να ζήσω αυτή την επιστροφή στο Ρέθυμνο που δεν έχω γνωρίσει ποτέ παρά μόνο ως αίτημα αυτού εδώ του τραγουδιού, δηλαδή ως φαντασιακό ουρανό που «θα με ακολουθούσε για πάντα». Και ύστερα, αν γινόταν το ταξίδι να ξανάρχιζε…

12. Τρέχουν τ’ άλογα
Τραγούδι-ντοκουμέντο, με τις φωνές του Γιώργου Σταυριανού και του Γιάννη Παπαζαχαριάκη. Αν δεν το είχες ακούσει, θα ήσουν λειψός. Ψάξτε το ίντερνετ, δανειστείτε το δίσκο από το φίλο σας, αγοράστε το cd από κάνα πλανόδιο στο Μοναστηράκι, κάντε κάτι τέλος πάντων. Δεν υπάρχουν λόγια γι’ αυτή τη σύντομη αποτύπωση της συνεργασίας συνθέτη και ενορχηστρωτή. Κι αν δεν τρελαθείτε με το τραγούδι, θα τρελαθείτε με μία σπαρακτική διφωνία: «μια φωνή μέσα από τ’ αστέρια / μου ’παιρνε το νου».

13. Κόλαση με παραδείσου κλειδιά
Λαϊκό τραγούδι. Λα-ϊ-κό τρα-γού-δι. Σας θυμίζει τίποτα ο όρος; Αν ναι, ακούστε το για να ευφρανθείτε. Αν όχι, ακούστε το για να θυμηθείτε. Με τους «Οπισθοδρομικούς» και τον Κώστα Γανωτή στην ερμηνεία.

14. Ώρες χρωματιστές
Ορχηστρική εκδοχή του γνωστού τραγουδιού, κι εδώ κάπου τελειώνει ο δίσκος, κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή.

Ηρακλής Οικονόμου

1 σχόλιο:

Ελένη Μπέη είπε...

Αγαπημένος συνθέτης ο Σταυριανός, Ηρακλή, κι από τους καλύτερούς του ετούτος ο δίσκος. Μου άρεσε επίσης και "Το χρώμα της μνήμης".

Πολύ καλή δουλειά έκανες πάλι. :)