Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Μια συνέντευξη του Νίκου Πορτοκάλογλου




Νίκος Πορτοκάλογλου:

"Όσο δεν καταλαβαίνουμε την αρρώστεια μας, δεν πρόκειται να υπάρξει και θεραπεία"


Ο Νίκος Πορτοκάλογλου μιλάει στον Αργύρη Παπαστάθη
(Από το Newstime.gr)

O Νίκος Πορτοκάλογλου μπήκε με ορμή στα μουσικά μας πράγματα το 1980 μέσα από το συγκρότημα Φατμέ. Από τότε, κοντά τρεις δεκαετίες, ταξιδεύει μαζί μας και μας συντροφεύει μελωδικά με τα τραγούδια του. Κεντρικό θέμα στη «Στροφή» (2009), στην τελευταία προσωπική δουλειά  του τραγουδοποιού, είναι η εμπειρία της εισόδου στη μέση ηλικία. Αυτό που σατιρίζουν τα τηλεοπτικά σίριαλ ως κρίση των 50, ο Πορτοκάλογλου το ακτινογραφεί (όπως πάντα) από τη σκοπιά του ευαίσθητου καλλιτέχνη. Λίγο πριν από την κορύφωση της καλοκαιρινής περιόδου των συναυλιών, o τραγουδοποιός μας άνοιξε σε ένα διάλειμμα της περιοδείας το σπίτι του στο Χαλάνδρι. Στο δροσερό στούντιο του ισογείου με τις αμέτρητες κιθάρες κουβεντιάσαμε μεταξύ άλλων για την «ηθική» της εξουσίας -με αφορμή την υπόθεση Βουλγαράκη-,  την κρίση της μουσικής βιομηχανίας και την κληρονομιά που του άφησε ο πατέρας του.
Α. Π.







-Μετά τις ευρωεκλογές άλλαξε για εσάς η αίσθηση, την οποία είχαμε οι περισσότεροι το χειμώνα, ότι ζούμε σε μια χώρα υπό διάλυση; Και ότι ταυτόχρονα ζούμε και τη διάλυση του κοινωνικού ιστού, των μεταξύ μας σχέσεων; Ή θεωρείτε ότι βρισκόμαστε ακόμη στο ίδιο βαρύ κλίμα;

Το κλίμα δεν έχει αλλάξει για μένα αλλά διαφωνώ σε κάτι από αυτά που είπατε. Ότι αυτή η γενικότερη διάλυση δε σημαίνει οπωσδήποτε και διάλυση στις μεταξύ μας σχέσεις, μερικές φορές μάλιστα συμβαίνει το αντίθετο. Μου έχει τύχει αρκετές φορές τελευταία να συναντιόμαστε με φίλους και να αισθανόμαστε μια διαφορετική σύνδεση, λίγο σαν κι αυτό που περιέγραφαν οι γονείς μας για τα χρόνια της κατοχής, όταν οι άνθρωποι ήταν πιο ζεστοί και πιο κοντά ο ένας στον άλλον.

-Σήμερα τι είναι αυτό που μας καταπιέζει;

Αυτό που έχουμε φτιάξει εμείς οι ίδιοι. Δεν υπάρχουν πια κατακτητές. Και παρόλο αυτό το λαϊκίστικο σύνθημα ότι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι που μας καταπιέζουν, όλο αυτό μου φαίνεται γελοίο και ότι για άλλη μια φορά κρυβόμαστε. Και όσο δεν καταλαβαίνουμε την αρρώστια μας δεν πρόκειται να υπάρξει και θεραπεία.

-Ποια είναι η αρρώστια μας;

Είναι ότι έχει μπλεχτεί όλος ο κοινωνικός ιστός όπως είπατε μέσα στο παιχνίδι. Δεν υπάρχουν μόνο 300 διαφθαρμένοι και όλοι οι άλλοι είμαστε άσπιλοι σαν το χιόνι και αυτοί οι 300 μας ληστεύουν και μας τυραννούν. Το παράδοξο είναι πως αν σκεφτείς για παράδειγμα τους πολιτικούς αρχηγούς, δε μπορείς να κατηγορήσεις κανέναν ούτε για κατάχρηση, ούτε για διαφθορά. Πιο κάτω γίνεται το τσιμπούσι, πιο χαμηλά. Δεν είναι σαν  κάτι δικτάτορες στην Αφρική που έχουν στον προσωπικό τους λογαριασμό όλο τον κρατικό προϋπολογισμό.
-Εχετε σκεφτεί ποτέ ότι ζώντας σε αυτή τη χώρα «της κομπίνας και της παραγραφής» όπως τραγουδάτε στον τελευταίο σας δίσκο, αν κανείς παραμένει ακέραιος, είναι χαμένος από χέρι; Δηλαδή θεωρείτε ότι κάνετε κάτι λάθος όταν πολιτεύεστε με εντιμότητα και όταν προτρέπετε τα παιδιά σας να κάνουν το ίδιο;

Που το ξέρετε ότι είμαι έντιμος;

-Αυτό λέει η διαίσθηση μου αλλά και όσοι σας παρακολουθούν και σας γνωρίζουν χρόνια.

ΟΚ. Είναι μεγάλο ερώτημα αυτό και το έχω βιώσει πολύ προσωπικά. Γιατί αυτό είναι το πορτρέτο του πατέρα μου. Ηταν ένας άνθρωπος που στηρίχτηκε στις προσωπικές του αξίες, κάτι που με δυο λόγια σημαίνει  να είσαι έντιμος, να είσαι εντάξει, να είσαι ακέραιος. Και όντας σε μια μεγάλη εταιρεία που από ότι φαίνεται γινόντουσαν τα συνήθη όργια με μίζες και λαδώματα κλπ., και προσπαθώντας αυτός σε κάποια στιγμή προς το τέλος της καριέρας του να το παίξει και λίγο σερίφης, γιατί αυτή τη θέση του δώσανε, τελικά κατέρρευσε, πήρε πρόωρη σύνταξη λόγω νευρικής κατάρρευσης. Δεν άντεξε. Παρ' όλα αυτά, μεγαλώνοντας θεωρώ ότι η κληρονομιά που μου άφησε ο πατέρας μου είναι πολύτιμη. Θυμάμαι  αυτό που λεγόταν καμιά φορά μεταξύ αστείου και σοβαρού στην οικογένεια.  Του έλεγε η μάνα μου: αν είχες παίξει κι εσύ σαν τους άλλους που έκαναν περιουσίες θα είχαμε κάτι να αφήσουμε στα παιδιά μας. Ενώ έτσι, τα παιδιά ξεκίνησαν τη ζωή τους χωρίς ούτε ένα  αυτοκίνητο, πόσο μάλλον σπίτι. Θεωρώ όμως τελικά ότι η κληρονομιά αυτή είναι πολύτιμη, αυτό που έλεγε ο πατέρας μου τα τελευταία χρόνια: «ότι εγώ δεν άφησα χρήματα ή ακίνητα στα παιδιά μου αλλά κοιμάμαι ήσυχος». Ευτυχώς πρόλαβα να του πω πριν πεθάνει, πριν από 15 χρόνια, ότι είμαι περήφανος γι αυτόν.

-Σήμερα τα δικά σας παιδιά μεγαλώνουν με μία κυβέρνηση που υπουργοί της αφήνουν να εννοηθεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η «κομπίνα», το να πηγαίνεις τα λεφτά σου κάπου, σε κάποιο νησί για να μη φορολογηθείς, είναι νόμιμη. Σα να μας λέει ότι «στην Ελλάδα ζούμε ρε παιδιά, δεν πειράζει». Σας απογοητεύει αυτό;

Θέλετε να πείτε ότι αυτό δε λεγόταν παλαιότερα επισήμως;

-Εννοώ, ότι μετά από αυτό, μπορεί οποιοσδήποτε να πει: γιατί να παίξω με τους κανόνες;

Για να είναι εντάξει απέναντι στον εαυτό του. Για να αισθάνεται αυτός καλύτερα. Αυτό που έλεγε ο πατέρας μου δηλαδή. Δε νομίζω ότι άλλαξε τίποτα.  Το κράτος ήταν πάντα διεφθαρμένο αλλά παλαιότερα οι πολιτικοί είχαν τον καθωσπρεπισμό να μην το λένε. Τώρα, μέσα στον κυνισμό της εποχής μας μπορεί να λεχθεί. Όπως το είπε και ο Βουλγαράκης, ότι εφόσον είναι νόμιμο είναι και ηθικό. Προσωπικά, λόγω πάθους με τη μουσική δεν έμπλεξα ούτε στο Δημόσιο ούτε με τους μηχανισμούς μιας μεγάλης εταιρείας. Έγινα ελεύθερος επαγγελματίας.  Ακολούθησα ένα δρόμο με πολλές παγίδες και πειρασμούς μέσα από τον οποίο μαθαίνεις να αναλαμβάνεις το κόστος των επιλογών σου. Ξέρεις ας πούμε ότι θα χάσεις λεφτά επειδή λες ένα όχι, άλλα δεν έχεις από πάνω σου έναν μηχανισμό ολόκληρο να σε ποδοπατάει. Τουλάχιστον έχεις αυτή την ανεξαρτησία να είσαι αυτόνομος. Επομένως δε θα συμβούλευα τα παιδιά μου να μπλέξουν με τέτοιους μηχανισμούς.





-Μετά το 1990, όταν αρχίσατε την αυτόνομη πορεία σας μετά τους Φατμέ, υπήρξαν περίοδοι που στριμωχτήκατε οικονομικά; Και τι κάνει τότε ο καλλιτέχνης, πως γράφεις τραγούδια όταν δεν έχεις για το νοίκι;

Υπήρξαν και φάσεις απόγνωσης και μεγάλου στριμώγματος, όπως υπήρχαν και στην αρχή όταν ξεκινάγαμε με τους Φατμέ αλλά τότε ήμασταν και πολύ μικροί. Πιστεύω τα κατάφερα στα δύσκολα, σε ορισμένες περιπτώσεις με αυτοσχέδιες λύσεις. Μια χρονιά που ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα, το 1992, ξεκινήσαμε μαζί με τον Οδυσσέα Τσάκαλο και αναλάβαμε μέσα στην ερημιά που υπήρχε τότε να κάνουμε μόνοι μας τους μάνατζερ και να στήσουμε μια ολόκληρη περιοδεία μέσα στο χειμώνα σε πολύ μικρούς χώρους σε όλη την Ελλάδα. Ήταν ένας τρόπος για να συντηρηθούμε για να συντηρήσουμε μια μπάντα που αλλιώς θα είχε μεγάλο πρόβλημα να επιβιώσει και τα καταφέραμε. Ήταν ασφαλώς δύσκολο να ξεκινήσεις το γράψιμο, γιατί σε αυτές τις φάσεις μπλέκεσαι σε έναν κυκεώνα αυτοακύρωσης και παραίτησης που είναι δύσκολο να κάνεις το πρώτο βήμα, να πιάσεις την κιθάρα ή να πάρεις το μολύβι και το χαρτί. Ε λοιπόν, «with a little help from my friends» που λένε και οι Beatles, με λίγη υποστήριξη από τα διαβάσματα, τις μουσικές και όλα αυτά τα πράγματα που ήταν πάντα η τροφή μου, το καύσιμο μου, βρήκα τη δύναμη και μέσα σε αυτές τις δύσκολες φάσεις να γράψω και να λειτουργήσει και θεραπευτικά όλο αυτό. Αυτές οι φάσεις, νομίζω πιο πολύ από όλες τις φάσεις της ζωής μου, με έκαναν να αισθανθώ ότι είμαι μουσικός.

-Δεκαπέντε χρόνια μετά από το τραγούδι σας «Να με προσέχεις» (δίσκος «Τα καράβια μου καίω» 1993), χαρακτηριστικό όσων μόλις περιγράψατε, πέρυσι το καλοκαίρι γράψατε πάλι έναν πολύ προσωπικό δίσκο. Ποιο είναι το βασικό του θέμα;

Σίγουρα είναι μια υπαρξιακή αγωνία που έχει να κάνει με μια κρίση ηλικίας, πλησιάζοντας τότε τα 50. Αυτή η κρίση, όπως όλες οι κρίσεις έχουν κάτι το ανατρεπτικό και το εκρηκτικό. Ίσως εγώ να τα πέρασα όλα μαζί, την κρίση των 30 των 40 και των 50 (γέλια…). Γιατί στα 40 έγινα για δεύτερη φορά πατέρας, ήμουνα πανευτυχής, ένιωθα πάρα πολύ νέος σα να μην έχει αλλάξει τίποτα από τα 30 μου. Η πρώτη φορά που αισθάνθηκα αληθινά τη φθορά του χρόνου ήταν κοντά στα 50. Και είναι γενικότερα μια ηλικία που κοιτάς πίσω, κάνεις ανασκοπήσεις, βλέπεις τι κέρδισες και τι έχασες. Το κάνεις βέβαια και σε άλλες ηλικίες αλλά εδώ υπάρχει για πρώτη φορά η αίσθηση ότι τα περιθώρια στενεύουν. Ακόμη και στα 40 έχεις χρόνο για μια καινούργια αρχή. Στα 50, αν το δεις από τη σκοτεινή πλευρά το πράγμα, υπάρχει ο κίνδυνος να αρχίσεις να μεμψιμοιρείς για τα χαμένα χρόνια για τις χαμένες ευκαιρίες. Και σκέφτομαι πόσο πολύτιμο είναι να έχουμε  ανθρώπους που μιλούν για τη ζωή τους μέσα από την τέχνη, γράφοντας βιβλία, τραγούδια ή κάνοντας ταινίες, και αυτοί να προέρχονται από όλες τις ηλικίες, είτε είναι 50 είτε 70. Όπως ξέρετε εγώ μεγάλωσα μέσα σε μια μυθοποίηση της νεότητας, η οποία ξεκίνησε από τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Και τώρα είναι για μένα πολύ σπουδαίο να ακούω τα καινούργια τραγούδια του Λέοναρντ Κοέν που τα γράφει σε ηλικία 75 χρονών ή του Ντίλαν που τα γράφει στα 65 του ή να βλέπω μια ταινία του Κλιντ Ίστγουντ στα 78 του. Είναι πολύτιμο να βλέπεις την οπτική διαφόρων ηλικιών. Στην Ελλάδα για παράδειγμα μου λείπει σήμερα η φωνή του Σαββόπουλου, ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα σήμερα, στην ηλικία που βρίσκεται τώρα.

-Του το έχετε πει;

Όχι δεν του το έχω πει γιατί ξέρω ότι του το έχουν πει άλλοι χίλιοι πεντακόσιοι και έχει βαρεθεί να το ακούει. Φαντάζομαι ότι υπάρχουν και εποχές που δεν μπορείς πια να γράψεις.

-Η μουσική βιομηχανία, η οποία σας στήριζε όλα αυτά τα χρόνια πεθαίνει, ή τουλάχιστον θα πάψει σύντομα να υφίσταται όπως τη γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες μέσα από το βινύλιο και το CD . Πλέον  κυκλοφορούν τα τραγούδια με email, σε μορφή mp3. Πως σας φαίνεται αυτό;

Σίγουρα το CD τελειώνει αλλά δε στενοχωριέμαι και τόσο πολύ. Γιατί αυτή η ανακάλυψη, το βινύλιο και μετά το CD, είναι ανακάλυψη των τελευταίων 50 χρόνων. Πιο πριν η μουσική υπήρχε. Κάποτε τα τραγούδια κυκλοφορούσαν από πανηγύρι σε πανηγύρι, από μαγαζί σε μαγαζί ή ακόμη και από παρέα σε παρέα. Τώρα κυκλοφορούν μέσα από το Internet. Το μόνο που θα μου λείψει σε όλο αυτό είμαι το άλμπουμ, το concept. Και το οποίο φτιάχτηκε συμπτωματικά. Επειδή το βινύλιο δε χωρούσε περισσότερα τραγούδια καταλήξαμε στη φόρμα αυτή των long play όπως λέγαμε τότε τα οποία ήταν χοντρικά έξι τραγούδια από την μια πλευρά και έξι από την άλλη. Αυτό όμως για κάποιο λόγο έδεσε. Η φόρμα έπαιξε ρόλο, και οι καλλιτέχνες έκαναν κάθε δυο χρόνια έναν  δίσκο που είχε 10 με 12 τραγούδια. Και δεν ήταν τυχαίο που επικράτησε. Γιατί τα δυο με τρία χρόνια για έναν τραγουδοποιό είναι ένας κύκλος ζωής που όπως βλέπεις και από την προσωπική σου ζωή έχει κάποια χαρακτηριστικά έχει ένα κλίμα. Είναι τα τρία χρόνια που ερωτεύτηκες και είσαι ευτυχής, ή τα τρία χρόνια που χώρισες και πέρασες μια δύσκολη φάση. Εμένα πολύ μου άρεσε αυτό και σαν ακροατής και σαν δημιουργός. Η λογική να πετάς ένα τραγούδι στο Internet όποτε σου κατεβεί…  ποιος ξέρει, μπορεί κάποια στιγμή να έχει τη χάρη του.

-Εχετε σκεφτεί πόσα χρόνια ακόμη θα θέλατε να είστε στη σκηνή και να παίζετε;

Μέχρι να είμαι ραμολιμέντο. Εξάλλου είδα τον Κοέν να τραγουδάει πέρυσι το καλοκαίρι σε ηλικία 75 ετών και να παρουσιάζει μια πορεία 50 χρόνων. Και το σημαντικό ήταν ότι τα αριστουργήματα του δεν ήταν μόνο τα τραγούδια της πρώτης εποχής αλλά ήταν διασπαρμένα σε όλη του την πορεία. Δηλαδή ορισμένα από τα πιο δυνατά τραγούδια είναι γραμμένα τα τελευταία χρόνια. Ε αυτό ήταν για μένα ήταν η μεγαλύτερη ένεση αισιοδοξίας, πίστης και ελπίδας. Αν ένας άνθρωπος στα 75 του εξακολουθεί να είναι τόσο ζωντανός και δημιουργικός, σημαίνει ότι αυτό γίνεται.

-Τι είναι αυτό που σας δίνει μεγάλη χαρά και τι είναι αυτό που δεν το αντέχετε με τίποτα;

Μου δίνει μεγάλη χαρά να κάνω πρόβα μαζί με τους μουσικούς μου, να παίζω με τα παιδιά μου, να πηγαίνω ένα ταξίδι μαζί με τη γυναίκα μου, να πηγαίνω ταξίδια με φίλους, να διαβάζω ένα καλό βιβλίο. Δεν αντέχω την εθνική κατάθλιψη των τελευταίων χρόνων που συνοδεύεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση. Αυτό το συνδυασμό ανύπαρκτης σχεδόν αυτοεκτίμησης, έπαρσης και τεμπελιάς.


Δεν υπάρχουν σχόλια: